DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Transport containing Abteilung | all forms | exact matches only
GermanGreek
Abteilung Erleichterung der ICAOΤμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊας
Abteilung "Verkehrserleichterungen" der ICAOΤμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊας
Maschinentechnische AbteilungΥπηρεσία Έλξης και Υλικού
Maschinentechnische AbteilungΥπηρεσία Έλξης και Συνεργείων
Wassereinbruch in eine Abteilungκατάκλυση διαμερίσματος