DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject General containing Abteilung | all forms | exact matches only
GermanGreek
Abteilung AusfuhrkoordinierungΔιεύθυνση Συντονισμού των Εξαγωγών
Abteilung Forschung und Technologieδιεύθυνση έρευνας και τεχνολογίας
Abteilung Fähigkeitsentwicklungδιεύθυνση αμυντικών δυνατοτήτων
Abteilung für Drogenbekämpfung des US-JustizministeriumsΕιδικό Σώμα κατά των Ναρκωτικών
Abteilung für Kontrollen und Überwachungτμήμα επιθεώρησης και εποπτείας
Abteilung "Kommunikations- und Informationssysteme"τμήμα συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών
Abteilung "Logistik" EUROPOLτμήμα υποστήριξης' τμήμα υλικοτεχνικής υποστήριξης
Abteilung Personal und Verwaltungδιεύθυνση συλλογικών υπηρεσιών
Abteilung Rüstungδιεύθυνση εξοπλισμών
Abteilung Schwerkriminalitätτμήμα σοβαρών μορφών εγκληματικότητας
Referat einer Abteilungτομέας δραστηριότητας ενός τμήματος