Subject | German | Greek |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | υποτμήμα |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | διαίρεση |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | ομάδα |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | υποκατηγορία |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | κατηγορία |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | κλάση |
econ. | Abschnitt,2)Unterabschnitt,3)Abteilung,4)Gruppe,5)Klasse,6)Kategorie,7)Unterkategorie | τμήμα, |
polit. | Abteilung Auftragsverwaltung | Υπηρεσία Διαχείρισης Δημόσιων Συμβάσεων |
ed. | Abteilung Ausbildung | Κατάρτιση Ανειδίκευτων Εργατών |
gen. | Abteilung Ausfuhrkoordinierung | Διεύθυνση Συντονισμού των Εξαγωγών |
market. | Abteilung Ausrichtung | τμήμα προσανατολισμού |
fin., agric. | Abteilung Ausrichtung | Τμήμα Προσανατολισμού |
social.sc. | Abteilung Berufliche Bildung und Laufbahnberatung | Τμήμα επαγγελματικής κατάρτισης και προσανατολισμού σε θέματα σταδιοδρομίας |
UN | Abteilung der VN für wirtschaftliche und soziale Angelegenheiten | Τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών |
social.sc. | Abteilung Englische Übersetzung | Τμήμα Αγγλικής Μετάφρασης |
transp., polit. | Abteilung Erleichterung der ICAO | Τμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊας |
gen. | Abteilung Forschung und Technologie | διεύθυνση έρευνας και τεχνολογίας |
UN | Abteilung Frauenförderung | Μονάδα για την προώθηση των γυναικών |
med. | Abteilung fuer Brandverletzte | τμήμα εγκαυμάτων |
med. | Abteilung fuer Koerperbehinderte | τμήμα αναπήρων |
med. | Abteilung fuer psychisch Kranke | τμήμα διανοητικώς καθυστερημένων |
med. | Abteilung fuer Rekonvaleszenten | τμήμα ανάρρωσης |
gen. | Abteilung Fähigkeitsentwicklung | διεύθυνση αμυντικών δυνατοτήτων |
social.sc. | Abteilung für Angelegenheiten des Europäischen Sozialfonds | Τμήμα Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου |
gen. | Abteilung für Drogenbekämpfung des US-Justizministeriums | Ειδικό Σώμα κατά των Ναρκωτικών |
med. | Abteilung für Knochenbrüche | υπηρεσία αντιμετώπισης καταγμάτων |
gen. | Abteilung für Kontrollen und Überwachung | τμήμα επιθεώρησης και εποπτείας |
commun., IT | Abteilung für offenstehende Rechnungen | εκκρεμείς λογαριασμοί |
econ., UN | Abteilung für technische Entwicklungskooperation der Vereinten Nationen | Τμήμα Τεχνικής Συνεργασίας για την Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών |
environ. | Abteilung für Wasserwirtschaft | Τμήμα διαχείρισης των Υδάτων |
market. | Abteilung Garantie | τμήμα εγγυήσεων |
fin. | Abteilung Geschäftsabwicklung | τμήμα υποστήριξης |
fin. | Abteilung Geschäftsabwicklung | back-office |
polit. | Abteilung Gesundheit und Sicherheit | Υπηρεσία πρόληψης |
polit. | Abteilung Gesundheit und Sicherheit | Υπηρεσία για την πρόληψη στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων στο χώρο εργασίας |
polit. | Abteilung "Grundsatzfragen/Planung" | τμήμα Πολιτικής και Σχεδίων |
market. | Abteilung Innenrevision | τμήμα εσωτερικού ελέγχου |
polit. | Abteilung "Intelligence" | τμήμα Πληροφοριών |
gen. | Abteilung "Kommunikations- und Informationssysteme" | τμήμα συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών |
fin. | Abteilung Kommunikationspolitik | τμήμα "Πολιτική επικοινωνίας" |
agric., fish.farm. | Abteilung Landwirtschaft, Fischerei, Forstwirtschaft und ländliche Entwicklung | Τμήμα Γεωργίας, Αλιείας, Δασών και Ανάπτυξης της Υπαίθρου |
ed. | Abteilung Latein-lebende Sprachen | τμήμα λατινικών-σύγχρονων γλωσσών |
gen. | Abteilung "Logistik" EUROPOL | τμήμα υποστήριξης' τμήμα υλικοτεχνικής υποστήριξης |
polit. | Abteilung "Logistik und Ressourcen" | τμήμα Επιμελητείας και Πόρων |
polit. | Abteilung "Operationen und Übungen" | τμήμα επιχειρήσεων και ασκήσεων |
gen. | Abteilung Personal und Verwaltung | διεύθυνση συλλογικών υπηρεσιών |
crim.law. | Abteilung Rechtsgenetik | εργαστήριο ιατροδικαστικής γενετικής |
gen. | Abteilung Rüstung | διεύθυνση εξοπλισμών |
gen. | Abteilung Schwerkriminalität | τμήμα σοβαρών μορφών εγκληματικότητας |
social.sc. | Abteilung Soziale Sicherung | Εθνικός Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης |
social.sc. | Abteilung Soziale Sicherung | Γενική Διεύθυνση Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Πρόνοιας |
fin. | Abteilung Technische Hilfe | μονάδα τεχνικής υποστήριξης |
health., nat.res. | Abteilung Tier- und Pflanzenschutzkontrolle | υπηρεσία ζωοϋγειονομικής και φυτοϋγειονομικής επιθεώρησης |
transp., polit. | Abteilung "Verkehrserleichterungen" der ICAO | Τμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊας |
polit. | Abteilung Verteidigungsindustrie und Verteidigungsmarkt | διεύθυνση αμυντικής βιομηχανίας και αγοράς |
polit. | Abteilung Vertragsverwaltung | Υπηρεσία Διαχείρισης Συμβάσεων |
health., agric. | Abteilung Veterinärhygiene | τμήμα κτηνιατρικής υγιεινής |
ed. | Abteilung Wirtschafts-und Sozialwissenschaften | τμήμα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών |
ed. | altsprachliche Abteilung | τμήμα αρχαίων γλωσσών |
ed. | altsprachliche Abteilung | τμήμα λατινικών και ελληνικών |
ed. | altsprachliche Abteilung | κλασικό τμήμα |
fin., insur. | Compliance-Abteilung | τμήμα συμμόρφωσης |
fin., insur. | Compliance-Abteilung | καθήκον συμμόρφωσης |
fin., agric. | EAGFL, Abteilung Garantie | ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων |
fin., agric. | Europäischer Ausrichtungs- und Garantiefonds für die Landwirtschaft, Abteilung Garantie | ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων |
polit. | Generalsekretariat, GD F, Abteilung "Mitentscheidung/Vermittlung" | "άξονας"; "κεντρική αρτηρία" |
insur. | Havarie-Abteilung | υπηρεσία διεκδικήσεων |
insur. | Havarie-Abteilung | υπηρεσία απαιτήσεων |
fin. | Kontrolle-Abteilung | τμήμα διακανονισμού χρηματιστηριακών συναλλαγών |
fin. | Kontrolle-Abteilung | διεκπεραίωση ανειλημμένων συναλλαγών |
med. | Krankenhaus-Abteilung | νοσοκομειακό τμήμα |
chem. | Kugelmühle mit einzelnen Abteilungen | μύλος με θαλάμους |
chem. | Kugelmühle mit einzelnen Abteilungen | μύλος με διαμερίσματα |
ed. | Latein-naturwissenschaftliche Abteilung | τμήμα λατινικών-μαθημτικών-φυσικών επιστημών |
transp. | Maschinentechnische Abteilung | Υπηρεσία Έλξης και Υλικού |
transp. | Maschinentechnische Abteilung | Υπηρεσία Έλξης και Συνεργείων |
polit., agric. | Mittel der Abteilung Garantie des Europäischen Ausrichtungs-und Garantiefonds für die Landwirtschaft | πιστώσεις του τμήματος "εγγυήσεων" του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και ΕγγυήσεωνΕΓΤΠΕ |
industr. | Mitwirkung bei der Verwaltungsorganisation der Abteilung Gebäude | συνεργασία για την οργάνωση της διαχείρισης του Τμήματος Κτιρίων |
ed. | moderne Abteilung | τμήμα σύγχρονων σπουδών |
med. | Mutter und Kind Abteilung | παιδιατρικό και μαιευτικό τμήμα |
stat., fish.farm. | NAFO-Abteilung | διαίρεση NAFO |
health. | psychiatrische Abteilung der Krankenhäuser | ψυχιατρικό τμήμα των γενικών νοσοκομείων |
med. | psychiatrische Abteilungen der Krankenhäuser | ψυχιατρικές πτέρυγες σε γενικά νοσοκομεία |
gen. | Referat einer Abteilung | τομέας δραστηριότητας ενός τμήματος |
social.sc., transp. | Sozialversicherungsanstalt Göteborg, Abteilung Seeleute | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Gφteborg, τμήμα ναυτικών |
social.sc. | Sozialversicherungsanstalt Stockholm, Abteilung Ausland | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπών |
med. | Suchtstoffe-Abteilung | Διεύθυνση Ναρκωτικών |
social.sc., industr. | Unfallversicherungsanstalt, gewerbliche Abteilung | ΄Ενωση Ασφαλίσεως Ατυχημάτων, Βιομηχανικό Τμήμα |
social.sc., agric. | Unfallversicherungsanstalt, land- und forstwirtschaftliche Abteilung | ΄Ενωση Ασφαλίσεων Ατυχημάτων, Γεωργικό και Δασικό Τμήμα |
environ., agric. | wasserdichte Abteilung | υδατοστεγανό διαμέρισμα |
transp. | Wassereinbruch in eine Abteilung | κατάκλυση διαμερίσματος |