DictionaryForumContacts

   Swedish
Terms for subject Law containing man | all forms | exact matches only
SwedishGreek
förste man i ett arbetslagυπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία
förste man i ett arbetslagαρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου
god man-fullmaktεξουσία διορισμού
handgången manσυνεργάτης
kontroll av korrekt hantering av personuppgifter hos tredje manέλεγχος επεξεργασίας για τρίτους
konventionen om skada tillfogad tredje man på jordytan av främmande luftfartygΣύμβαση σχετικά με τις ζημίες που προκαλούνται στους τρίτους στην επιφάνεια από αλλοδαπά αεροσκάφη,που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 7 Οκτωβρίου 1952
principen om lika lön för kvinnor och män för lika arbeteαρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία
principen om lika lön för kvinnor och män för lika arbeteαρχή της ίσης αμοιβής για ίδια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών
tredje manτρίτος
tredje man i god troκαλόπιστοι τρίτοι
tredje man som är gäldenärτριτοφειλέτης