Subject | Swedish | Greek |
gen. | att begära att bli befriad från uppdraget under förutsättning att man har berättigade skäl | προβάλλω νόμιμους λόγους εξαιρέσεως |
gen. | avtal som sluts med tredje man | συμβάσεις που συνάπτονται με τρίτους |
commer., fin. | belopp man är skyldig | οφειλόμενες πληρωμές |
h.rghts.act. | feminin man | θηλυπρεπής άνδρας |
polit., econ. | förpliktelser skall vara bindande endast i den mån de är... | οι υποχρεώσεις ισχύουν μόνον εφ'όσον... |
law, lab.law. | förste man i ett arbetslag | υπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία |
law, lab.law. | förste man i ett arbetslag | αρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου |
crim.law. | förverkande hos tredje man | δήμευση εις χείρας τρίτου |
lab.law. | gemenskapens handlingsprogram på medellång sikt för lika möjligheter för kvinnor och män | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
proced.law. | god man | δικαστικός συμπαραστάτης |
proced.law., fin., econ. | god man | διαχειριστής αλλοτρίων (upravitelj zaklade) |
proced.law., fin., econ. | god man | διαχειριστής περιουσίας (upravitelj zaklade) |
law | god man-fullmakt | εξουσία διορισμού |
law | handgången man | συνεργάτης |
social.sc. | i praktiken säkerställa full jämställdhet i arbetslivet mellan kvinnor och män | εξασφαλίζω εμπράκτως την πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία |
fin. | inkomster från tredje man | έσοδα που προέρχονται από τρίτους |
econ. | Isle of Man | Νήσος του Μαν |
social.sc. | jämn fördelning mellan kvinnor och män | ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών |
chem. | Kan göra att man blir dåsig eller omtöcknad. | Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία ή ζάλη. |
social.sc. | Kommittén för gemenskapens handlingsprogrammet avseende gemenskapens strategi för jämställdhet mellan kvinnor och män | Επιτροπή του προγράμματος κοινής δράσης σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών |
law, IT | kontroll av korrekt hantering av personuppgifter hos tredje man | έλεγχος επεξεργασίας για τρίτους |
gen. | konventionen angående lika lön för män och kvinnor för arbete av lika värde | Σύμβαση "περί ίσης αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι'εργασίαν ίσης αξίας" |
law, transp., avia. | konventionen om skada tillfogad tredje man på jordytan av främmande luftfartyg | Σύμβαση σχετικά με τις ζημίες που προκαλούνται στους τρίτους στην επιφάνεια από αλλοδαπά αεροσκάφη,που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 7 Οκτωβρίου 1952 |
gen. | könsstympning av män | ακρωτηριασμός των ανδρικών γεννητικών οργάνων |
social.sc., lab.law. | löneskillnader mellan kvinnor och män | διαφορά στις αμοιβές των δύο φύλων |
IT | man-maskindialog | διάλογος ανθρώπου-μηχανής |
IT, transp. | man-stol separationssekvens | ακολουθία αποχωρισμού χειριστή-καθίσματος |
gen. | man talar med | συνομιλητής |
fin. | obligation ställd till viss man | ονομαστική ομολογία |
law, lab.law. | principen om lika lön för kvinnor och män för lika arbete | αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία |
law, lab.law. | principen om lika lön för kvinnor och män för lika arbete | αρχή της ίσης αμοιβής για ίδια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών |
fin., social.sc., lab.law. | principen om lika lön för kvinnor och män för lika arbete eller likvärdigt arbete | αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας |
social.sc. | principen om lika möjligheter och lika behandling av kvinnor och män i frågor som rör anställning och yrke | αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης |
social.sc. | principen om lika möjligheter och likabehandling av kvinnor och män i arbetslivet | αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης |
polit., law | rättsakter som antas av Europaparlamentet och som skall ha rättsverkan i förhållande till tredje man | πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων |
social.sc. | rådgivande kommitté för lika möjligheter för kvinnor och män | συμβουλευτική επιτροπή για την ισότητα ευκαιριών γυναικών και ανδρών |
social.sc. | rådgivande kommitté för lika möjligheter för kvinnor och män | συμβουλευτική επιτροπή ίσων ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών |
social.sc., ed. | rådgivande kommittén för lika möjligheter för kvinnor och män | Συμβουλευτική επιτροπή για την ισότητα ευκαιριών γυναικών και ανδρών |
social.sc. | Rådgivande kommittén för lika möjligheter för kvinnor och män | Συμβουλευτική επιτροπή για την ισότητα ευκαιριών γυναικών και ανδρών |
fin. | skyldighet mot tredje man | υποχρέωση προς τρίτους |
fin. | skyldighet mot tredje man | υποχρέωση έναντι τρίτων |
IT | tredje man | τρίτο μέρος |
law | tredje man | τρίτος |
law | tredje man i god tro | καλόπιστοι τρίτοι |
law | tredje man som är gäldenär | τριτοφειλέτης |
med. | vävnad från tredje man | ιστός από άλλο άτομο |
fin. | åtagande gentemot tredje man | υποχρέωση έναντι τρίτων |
fin. | åtagande gentemot tredje man | υποχρέωση προς τρίτους |