DictionaryForumContacts

   Dutch
Terms for subject Information technology containing frequentist | all forms
DutchGreek
amplitudevervorming met betrekking tot de frequentieπαραμόρφωση πλάτους ως προς την συχνότητα
audio frequentie circuitκύκλωμα ηλεκτρο-ηχητικής συχνότητος
eenheid voor frequentie-demodulatieκύκλωμα αποκωδικοποίησης συχνοτήτων
eenheid voor het decoderen van het per fase vasthouden van een frequentieαποκωδικοποιητής βρόχου με κλείδωμα φάσης
eenheid voor het per fase vasthouden van een frequentieκύκλωμα βρόχου με κλείδωμα φάσης
eenheid voor het per fase vasthouden van een frequentieβρόχος συγχρονισμού φάσης
frequentie-aanwijzerενδείκτης συχνότητας
frequentie-decoderingαποκωδικοποίηση συχνοτήτων
gemodificeerde frequentie-modulatieτροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας
gemodificeerde frequentie-modulatieΤροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας
geïnterpoleerde frequentieπαρεμβληθείσα συχνότητα
in frequentie gemoduleerde zenderπομπός με διαμόρφωση συχνότητας
ontvanger met vaste frequentieδέκτης σταθερής συχνότητας
stapeling naar de frequentieπολυπλεξία με διαίρεση συχνότητας
transponder met frequentie-omzettingαναμεταδότης αλλαγής συχνότητας
vaste frequentie-inversieσταθερή μετακίνηση συχνοτήτων