Subject | Dutch | Greek |
el. | aangewezen frequentie | εντεταλμένη συχνότητα |
el. | afwijking van de genormaliseerde frequentie | κανονικοποιημένη απορρύθμιση συχνότητας |
el. | afwijking van de toegewezen frequentie | απόκλιση από εκχωρημένη συχνότητα |
el. | alternatieve frequentie | εναλλακτική συχνότητα |
transp. | alternator voor variabele frequentie | εναλλάκτης μεταβλητής συχνότητας |
commun., transp., avia. | alzijdig gericht radiobaken op zeer hoge frequentie | εξοπλισμός παγκατευθυντήριας ναυτιλίας |
IT | amplitudevervorming met betrekking tot de frequentie | παραμόρφωση πλάτους ως προς την συχνότητα |
nat.sc. | atomische resonantie-frequentie | συχνότητα ατομικού συντονισμού |
IT, transp. | audio frequentie circuit | κύκλωμα ηλεκτρο-ηχητικής συχνότητος |
commun. | bakenontvanger voor vaste frequentie | δέκτης ραδιοφάρου σταθερού συντονισμού |
commun. | bedrijf met een enkele frequentie | λειτουργία μοναδικής συχνότητας |
commun. | bedrijf met een enkele frequentie | μονόσυχνη αμφίδρομη εκμετάλλευση |
commun. | bedrijf met een enkele frequentie | λειτουργία απλής συχνότητας |
commun., IT | bedrijf met verschoven frequentie | λειτουργία με μετατοπισμένη συχνότητα |
commun. | breekpunt bij logarithmisch uitgezette frequentie en lineair uitgezette dB-gevoeligheid | σημείο θλάσης σε μια λογαριθμική-γραμμική κλίμακας |
earth.sc., el. | capaciteit bij hoge frequentie | χωρητικότητα υψηλής συχνότητας |
commun., IT | centrale frequentie | ηρεμική συχνότητα |
commun., IT | centrale frequentie | συχνότητα ηρεμίας |
el. | centrale frequentie | κεντρική συχνότητα |
el. | centrale frequentie van een band | κεντρική συχνότητα ζώνης |
el. | centrale frequentie van een kanaal | κεντρική συχνότητα καναλιού |
el. | controle met een enkele frequentie | μονόσυχνος έλεγχος |
stat. | cumulatieve frequentie | αθροιστική συχνότητα |
commun., IT | deling van de frequentie en de tijd | διαμοιρασμός συχνότητας-χρόνου |
commun. | demping/frequentie-vervorming | παραμόρφωση εξασθένης/συχνότητας |
el. | differentiële frequentie | διαφορική συχνότητα |
el. | digitaal gegenereerde frequentie | ψηφιακά παραγόμενη συχνότητα |
health. | discrete frequentie | διακριτή συχνότητα |
el. | dispersie op een enkele frequentie | μονόσυχνη διασπορά |
commun. | door absorptie begrensde frequentie | οριακή συχνότητα απορρόφησης |
el. | door frequentie gestuurd relais | ρελέ συχνότητας |
el. | door frequentie gestuurd relais | ηλεκτρονόμος συχνότητας |
el. | Doppler-frequentie-uitrekking | πλάτυνση Nτόπλερ |
el. | Doppler-verschuiving van de uitgezonden frequentie | μετατόπιση Nτόπλερ μεταδιδόμενης συχνότητας |
commun., IT | draaggolf met verschoven frequentie | αποσυντονισμένη φέρουσα |
met., el. | driefasen-eenfase lastransformator met frequentie-verdubbeling | μετασχηματιστής συγκολλήσεως με τριφασική είσοδο και μονοφασική έξοδο διπλάσιας συχνότητας |
el. | dubbele frequentie-omzetting | διπλή μετατροπή συχνότητας |
IT | eenheid voor frequentie-demodulatie | κύκλωμα αποκωδικοποίησης συχνοτήτων |
IT, earth.sc. | eenheid voor het decoderen van het per fase vasthouden van een frequentie | αποκωδικοποιητής βρόχου με κλείδωμα φάσης |
IT | eenheid voor het per fase vasthouden van een frequentie | κύκλωμα βρόχου με κλείδωμα φάσης |
IT | eenheid voor het per fase vasthouden van een frequentie | βρόχος συγχρονισμού φάσης |
el. | eigen frequentie | ιδιοσυχνότητα |
el. | eigen frequentie | φυσική συχνότητα |
earth.sc., mech.eng. | eigen frequentie | φυσικές ταλαντώσεις |
el. | elektronische frequentie-omzetter | μετατροπέας συχνότητας |
el. | elementaire frequentie | στοιχειώδης συχνότητα |
el. | factor van de hoogste bruikbare frequentie | συντελεστής μέγιστης χρησιμοποιήσιμης συχνότητας |
el. | fading-frequentie | συχνότητα διαλείψεων |
commun. | fase coherent frequentie coderen | συμφασική διαμόρφωση με μετατόπιση συχνότητας |
commun. | fase coherent frequentie coderen | συμφασική FSK |
el. | fluctuatie van de genormaliseerde frequentie | κανονικοποιημένη διακύμανση συχνότητας |
el. | flutter-fading-frequentie | ρυθμός γρήγορων διαλείψεων |
commun. | frequentie-aanpasbaar | συχνοευέλικτος |
IT, transp. | frequentie-aanwijzer | ενδείκτης συχνότητας |
commun. | frequentie-afhankelijk koppelingsverlies | εξαρτώμενη από τη συχνότητα απώλεια σύζευξης |
el. | frequentie-afhankelijke fotogeleiding | εξάρτηση συχνότητας φωτοαγωγού στοιχείου |
scient. | frequentie-afhankelijke matrix | μήτρα συχνοτήτων |
el. | frequentie-afwijking | εκφυγή συχνότητας |
el. | frequentie-afwijking | μετατόπιση συχνότητας |
el. | frequentie-afwijking | ολίσθηση συχνότητας |
el. | frequentie-afwijking | απόκλιση συχνότητας |
commun. | frequentie-allocatieplan | σχέδιο κατανομής συχνοτήτων |
el. | frequentie-analysator | κυματικός αναλύτης |
health. | frequentie-analysator | αναλυτής ηχητικών συχνοτήτων |
health. | frequentie-analyse | ανάλυση συχνοτήτων |
el. | frequentie bij het 3dB-versterkingspunt | συχνότητα στο σημείο απολαβής 3 dB |
el. | frequentie-coördinatie | σύνταξη συχνοτήτων |
el. | frequentie-coördinatie | συντονισμός συχνοτήτων |
IT, energ.ind. | frequentie-decodering | αποκωδικοποίηση συχνοτήτων |
commun. | frequentie deelverzamelingsnummer van een ontvanger | αριθμός υποσυνόλου συχνοτήτων του δέκτη |
commun. | frequentie die toegewezen is aan het opwaartse pad | εκχώρηση συχνοτήτων ανερχόμενης διαδρομής |
commun. | frequentie-hergebruik | επαναχρησιμοποίηση συχνότητας |
stat., lab.law. | frequentie-index | δείκτης συχνότητας ατυχημάτων |
commun. | frequentie-insertieplan in de middenruimten | ενδιάμεσο βραχυχρόνιο πρόγραμμα |
el. | frequentie-instabiliteit | αστάθεια συχνότητας |
commun. | frequentie-instelling | καθορισμός συχνότητας |
commun. | frequentie-interval | διαχωρισμός συχνοτήτων |
commun. | frequentie-interval | διαπόσταση συχνοτήτων |
commun. | frequentie-interval | διάστημα συχνοτήτων |
el. | frequentie-inversie | αντιστροφή συχνότητας |
commun. | frequentie/kanaaluitwisseling | δανεισμός συχνότητας/καναλιού |
el. | frequentie-octaaf | οκτάβα συχνοτήτων |
el. | frequentie-octaaf | οκτάβα |
el. | frequentie-omvormer | μετασχηματιστής συχνότητας |
el. | frequentie-omvormer | διάταξη μετατόπισης συχνότητας |
el. | frequentie-omvormer | μετατροπέας συχνότητας |
el. | frequentie-omvormer | διάταξη μεταλλαγής συχνότητας |
commun. | frequentie-omvorming | μετατροπή συχνότητας |
el. | frequentie-omzetter | μετατροπέας |
el. | frequentie-omzetter | μετατροπέας συχνότητας |
commun. | frequentie-omzetting | μετατροπή συχνότητας |
commun., IT | frequentie-omzettingstrap | βαθμίδα μεταλλάκτη συχνότητας |
el. | frequentie-omzettingstrap | στάδιο συχνοτικής μετατροπής |
el. | frequentie-onafhankelijke versterkingsfunctie | συνάρτηση απολαβής ανεξάρτητα της συχνότητας |
el. | frequentie-onnauwkeurigheidsband | ζώνη αβεβαιότητας συχνότητας |
commun. | frequentie-opname | καταγραφή συχνότητας |
stat., scient. | frequentie-oppervlak | επιφάνεια συχνοτήτων |
commun. | frequentie-overlapping | αλληλοκάλυψη συχνοτήτων |
el. | frequentie-synthesizer | συνθεσιοποιητής συχνότητας |
commun., IT | frequentie van beeldmodulatie | συχνότητα διαμόρφωσης εικόνας |
el. | frequentie van continu pilootsignaal | συχνότητα του πιλότου συνέχειας |
med. | frequentie van de blootstelling aan het risico | συχνότητα έκθεσης στον κίνδυνο |
gen. | frequentie van de herladingen | συχνότητα επαναφόρτισης |
commun. | frequentie van de ondervragingspulsen | συχνότητα επανάληψης επερώτησης |
commun. | frequentie van de ondervragingspulsen | ρυθμός επερωτήσεων |
med. | frequentie van de prikkelvorming | συχνότης σχηματισμού ερεθίσματος |
commun. | frequentie van de voedingsbron | συχνότητα της τροφοδοσίας ισχύος |
transp. | frequentie van diensten | συχνότητα πτήσεων |
environ. | frequentie van dumping of lozing | ρυθμός διάθεσης για συγκεκριμένη περίοδο |
el. | frequentie van een Gunn-diode | συχνότητα διόδου Gunn |
el. | frequentie van optreden | συχνότητα εμφάνισης |
med. | frequentie van optreden van de lumbalgieën | συχνότητα οσφυαλγιών |
med. | frequentie van optreden van lumbalgieën | συχνότητα οσφυαλγιών |
fin. | frequentie van ratingwijzigingen | συχνότητα του μεταβατικού καθεστώτος των αξιολογήσεων |
commun. | frequentie van verschijning | περιοδικότητα της δημοσίευσης |
commun., IT | frequentie van werk-en rusttekens | συχνότητες δύο καταστάσεων |
el. | frequentie verhogen | αυξάνεται η συχνότης |
el. | frequentie verlagen | μειώνεται η συχνότης |
el. | frequentie-vermogensregeling | ρύθμιση ισχύος-συχνότητας |
el. | frequentie-vermogensregeling | έλεγχος ισχύος-συχνότητας |
nat.sc., agric. | frequentie vruchtdracht | τρόπος καρποφορίας |
el. | frequentie waarbij de versterking 1 geworden is | συχνότητα μοναδιαίου κέρδους |
commun. | frequentie waarmee men toegang heeft tot de ophalingspunten | συχνότητα πρόσβασης σε σημείο περισυλλογής |
el. | gecontroleerde frequentie | παρακολουθούμενη συχνότητα |
el. | gedempte eigen frequentie | ιδιοσυχνότητα με απόσβεση |
lab.law. | geluidsdemping als functie van de frequentie | μεταβολή της εξασθένησης με τη συχνότητα |
commun., el. | gemeenschappelijk gebruik van frequentie | κοινή χρήση συχνοτήτων |
el. | gemiddelde fading-frequentie | μέση συχνότητα εμφάνισης διαλείψεων |
IT, el. | gemodificeerde frequentie-modulatie | τροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας |
IT | gemodificeerde frequentie-modulatie | Τροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας |
transp. | generator voor variabele frequentie | εναλλάκτης μεταβλητής συχνότητας |
med. | genetische frequentie | γενετική συχνότης |
commun. | gereserveerde frequentie | συχνότητα εκτάκτου ανάγκης |
commun. | gereserveerde frequentie | συχνότητα επείγουσας ανάγκης |
commun. | gereserveerde frequentie | συχνότητα κινδύνου |
commun. | gereserveerde frequentie | αφιερωμένη συχνότητα |
commun. | gevoeligheid/frequentie-masker in zendrichting | μάσκα ευαισθησίας-συχνότητας αποστολής |
IT, dat.proc. | geïnterpoleerde frequentie | παρεμβληθείσα συχνότητα |
el. | gyromagnetische frequentie | συχνότητα κυκλότρου |
commun., IT | halfvermogen-frequentie | συχνότητα μισής ισχύος |
el. | harmonische frequentie | αρμονική συχνότητα |
el. | hoge frequentie | υψηλή συχνότητα |
commun. | hoge frequentie communicatie | επικοινωνία σε υψηλή συχνότητα |
commun. | hoogste bruikbare frequentie | μέγιστη χρησιμοποιήσιμη συχνότητα |
commun. | hoogste bruikbare frequentie | MUF εκμετάλλευσης |
tech. | hoogste bruikbare frequentie | μέγιστη χρησιμοποιούμενη συχνότητα |
el. | hoogste frequentie in de basisband | συχνότητα κορυφής της ζώνης βάσης |
commun., IT | hoorbare frequentie | ακουστική συχνότητα |
earth.sc., environ. | hoorbare hoge frequentie | αισθητός ήχος υψηλής συχνότητας |
commun. | hopping-frequentie | πήδημα συχνότητας |
tech. | in frequentie gemoduleerde signaalgenerator | γεννήτρια σημάτων με διαμόρφωση συχνότητας |
IT, el. | in frequentie gemoduleerde zender | πομπός με διαμόρφωση συχνότητας |
commun., IT | indicator van de centrale frequentie | δείκτης μεσαίας συχνότητας |
commun. | infra-hoorbare frequentie | υποηχητική συχνότητα |
commun. | infra-hoorbare frequentie | υποακουστική συχνότητα |
el. | instabiliteit van de genormaliseerde frequentie | κανονικοποιημένη αστάθεια συχνότητας |
commun., IT | interferentie in de frequentie | παρεμβολή πάνω στη συχνότητα |
el. | interfererende frequentie | συχνότητα παρεμβολής |
commun. | internationaal sequentiële-selectieve-oproepsysteem met een enkele frequentie | μονοσυχνικό διεθνές σύστημα σειριακών επιλεκτικών κλήσεων |
el. | kanaalgebonden frequentie | συχνότητα επηρεαζόμενη από κανάλι |
commun., el. | karakteristieke frequentie | χαρακτηριστική συχνότητα |
el. | kritische frequentie | κρίσιμη συχνότητα |
el. | kritische frequentie | συχνότητα αποκοπής ή κρίσιμη συχνότητα |
commun., IT | kritische frequentie van een E-laag | κρίσιμη συχνότητα του στρώματος Ε |
tech. | laagste bruikbare frequentie | ελάχιστη χρησιμοποιούμενη συχνότητα |
commun. | laagste bruikbare hoge frequentie | ελάχιστη χρήσιμη συχνότητα |
el. | lage frequentie | χαμηλή συχνότητα |
commun., IT | lage-frequentie component | συνιστώσα χαμηλής συχνότητας |
el. | lagere hybride frequentie | χαμηλότερη υβριδική συχνότητα |
commun. | logaritmisch uitgezette frequentie en lineair uitgezette dB-gevoeligheid | λογαριθμική-γραμμική κλίμακα |
el. | logaritmische frequentie-eenheid | λογαριθμική μονάδα συχνότητας |
commun., IT | maximaal toelaatbare frequentie-afwijking van eind tot eind | μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα συχνότητας από άκρο σε άκρο |
commun. | maximaal toepasbare frequentie | μέγιστη χρησιμοποιήσιμη συχνότητα |
el. | meervoudige frequentie | πολυσυχνικός |
commun. | meervoudige frequentie-omgeving,distribueren in een- | περιβάλλον πολλών συχνοτήτων,διανέμω σε ένα- |
commun., IT | niveau van afgestemde frequentie | στάθμη της συχνότητας συντονισμού |
stat., scient. | Nyquist-frequentie | συχνότητα Nyquist |
commun. | ogenblikswaarde van de frequentie | στιγμιαία συχνότητα |
el. | omzetter naar lagere frequentie | υποβιβαστής συχνότητας |
commun., IT | omzetter van frequentie in amplitude | μεταφραστής συχνότητας-πλάτους |
commun., IT | onderdrukking op afgestemde frequentie | απόρριψη της συχνότητας συντονισμού |
el. | ongedempte eigen frequentie | ιδιοσυχνότητα χωρίς απόσβεση |
el. | ontvanger met een enkele frequentie-omzetting | δέκτης μιας μόνο μετατροπής |
el. | ontvanger met een omzetter naar lagere frequentie | δέκτης με υποβιβασμό συχνότητας |
IT | ontvanger met vaste frequentie | δέκτης σταθερής συχνότητας |
el. | optimale frequentie | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
el. | optische frequentie | οπτική συχνότητα |
commun., IT | oscillator met vaste frequentie | ταλαντωτής σταθερής συχνότητας |
commun., IT | oscillator voor frequentie-omzetting | ταλαντωτής αλλαγής συχνότητας |
commun., transp., avia. | primaire frequentie | πρωτεύουσα συχνότητα |
life.sc. | procentuele frequentie van een gegeven hoogwaterstand | συχνότης επί τοις εκατόν δεδομένης πλημμύρας |
stat. | proportionele frequentie | αναλογική συχνότητα |
commun. | radiozender met één vaste frequentie | πομπός σταθερής συχνότητας |
health. | real-time tertsband frequentie-analysator | αναλυτής πραγματικού χρόνου τριτοοκταβικών συχνοτήτων |
commun. | regelbare frequentie | ρυθμιζόμενη συχνότητα |
commun. | registratie van frequentie en tijd | χρονομετρική εγγραφή συχνότητας και αναφοράς χρόνου |
commun., IT | rejectie van de frequentie-afwijking | απόρριψη εκτός συχνότητας |
stat. | relatieve frequentie | δειγματικός λόγος |
el. | relatieve frequentie-afwijking | σχετική απόκλιση συχνότητας |
commun. | sector frequentie | συχνότητα τομέα |
commun. | sequentiële selectieve-oproepsysteem met een enkele frequentie | μονοσυχνικό σύστημα σειριακών επιλεκτικών κλήσεων |
el. | significante frequentie | σημαντική συχνότητα |
mech.eng., el. | spanningsproef bij lage frequentie | δοκιμή διηλεκτρικής αντοχής χαμηλής συχνότητας |
energ.ind., industr. | spannning/frequentie-omzetter | μετατροπέας τάσης σε συχνότητα |
commun. | stapeling naar de frequentie | πολλαπλό σύστημα με διαίρεση συχνότητας |
IT | stapeling naar de frequentie | πολυπλεξία με διαίρεση συχνότητας |
el. | superheterodyne met een enkele frequentie-omzetting | υπερετερώδυνος μιας μόνο μετατροπής |
commun. | superhoge frequentie | υπερυψηλή συχνότητα |
el. | systeem werkend op een gemeenschappelijke frequentie | σύστημα κοινής συχνότητας |
life.sc., el. | tijd-frequentie-ruimtegebied | χρονοραδιογεωγραφική περιοχή |
health. | toegekende frequentie | ονομαστική συχνότητα |
earth.sc., el. | toegekende frequentie van een condensator | ονομαστική συχνότητα |
earth.sc., el. | toegekende frequentie van een condensator | fN |
commun., el. | toegewezen frequentie | εκχωρημένη συχνότητα |
commun. | toewijzingsplan van positie en frequentie van de omloopbaan | σχέδιο εκχώρησης τροχιακής θέσης-συχνότητας |
IT | transponder met frequentie-omzetting | αναμεταδότης αλλαγής συχνότητας |
commun., IT | ultrahoge frequentie | υπερσυχνότητα |
commun. | ultrahoge frequentie | υπερύψηλη συχνότητα; κατ'εξοχήν υψηλή συχνότητα |
el. | ultrahoge frequentie | υπερυψηλή συχνότητα |
commun. | ultra-hoorbare frequentie | υπερηχητική συχνότητα |
commun. | ultra-hoorbare frequentie | υπερακουστική συχνότητα |
earth.sc. | ultrasone frequentie | συχνότητα υπερήχων |
earth.sc., el. | variabele frequentie | μεταβλητή συχνότητα |
el. | variabele frequentie-oscillator | ταλαντωτής μεταβλητής συχνότητας |
IT | vaste frequentie-inversie | σταθερή μετακίνηση συχνοτήτων |
transp. | vaste frequentie per uur | ρυθμική επακολουθία συγκοινωνιακών οχημάτων |
commun. | verbinding werkend op één frequentie | μονόσυχνη αμφίδρομη εκμετάλλευση |
transp. | verhogen van de frequentie op een bestaande dienst | αύξηση συχνότητας υφισταμένου δρομολογίου |
med. | verhoogde frequentie | υπερβολική συχνότητα |
gen. | vermoeiingseffecten bij lage frequentie | φαινόμενα ολιγοκυκλικής κοπώσεως |
el. | verplaatste frequentie door het Doppler-effect | συχνότητα μετατοπισμένη λόγω φαινομένου Nτόπλερ |
el. | verschil van de genormaliseerde frequentie | κανονικοποιημένη διαφορά συχνότητας |
el. | verschoven frequentie | μετατόπιση συχνότητας |
el. | verschoven frequentie | μετατοπισμένη συχνότητα |
el. | verschoven frequentie door het Doppler-effect | συχνότητα μετατοπισμένη λόγω φαινομένου Nτόπλερ |
el. | versluieringsapparatuur met frequentie-inversie | κρυπτοφωνική διάταξη με αντιστροφή συχνότητας |
el. | willekeurig verstemde frequentie | τυχαία αποσυντονισμένη συχνότητα |
el. | winst als functie van de frequentie | συνάρτηση απολαβής-συχνότητας |
commun. | zeer hoge frequentie | πολύ υψηλή συχνότητα |
el. | zeer hoge frequentie | υπερυψηλή συχνότητα |
el. | zeer lage frequentie:VLF | πολύ χαμηλή συχνότητα |
commun. | zelfbekrachtiging in lage frequentie | παρασιτική ταλάντωση |
commun. | zelfbekrachtiging in lage frequentie | βενζινακάτωση |