Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Irish
Japanese
Latvian
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Thai
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
conto
|
all forms
|
exact matches only
Italian
Greek
affidabilità dei
conti
ακρίβεια των λογαριασμών
aggregato dei
conti
nazionali
συνολικό μέγεθος εθνικών λογαριασμών
allegato del
conto
di gestione
παράρτημα του λογαριασμού διαχείρισης
anticipazione in
conto
corrente
πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό
appurare i
conti
εκκαθαρίζω λογαριασμούς
aprire un
conto
ανοίγω λογαριασμό
attività di investimento per
conto
proprio
ασχολία με τις επενδύσεις ως εντολέας
attività di negoziazione per
conto
proprio
συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό
attività per
conto
terzi
ενέργειες για λογαριασμό τρίτων
avere in
conto
giro
τρεχούμενος λογαριασμός
avere in
conto
giro
ενοποιημένος λογαριασμός εξόδων
avere sul
conto
πίστωση σε λογαριασμό
certificazione dei
conti
πιστοποίηση των λογαριασμών
commissione dei
conti
επιτροπή λογαριασμών
contabilizzare un anticipo su un
conto
provvisorio
εγγράφω προκαταβολή σε προσωρινό λογαριασμό
contante e
conti
bancari a vista
μετρητά και τραπεζικοί λογαριασμοί όψεως
conversione in moneta nazionale degli importi espressi in unità di
conto
μέθοδος μετατροπής σε εθνικά νομίσματα των ποσών που εκφράζονται σε λογιστικές μονάδες
Corte dei
conti
Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
Corte dei
conti
ελεγκτικό συνέδριο
credito in
conto
corrente
πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό
data della presentazione del
conto
di gestione
ημερομηνία υποβολής του λογαριασμού διαχειρίσεως
depositi obbligatori in
conto
corrente vincolato presso la banca centrale
υποχρεωτικές καταθέσεις σε δεσμευμένο λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας
depositi sui
conti
καταθέσεις στους λογαριασμούς
deposito bancario e in
conto
corrente postale
μετρητά σε τράπεζα και λογαριασμούς ταχυδρομικών επιταγών
dotazione in
conto
capitale
εισφορά κεφαλαίου
dotazione in
conto
capitale
εισφορά κεφαλαίων
dotazione in
conto
capitale
διαθέτω ανάλογα κεφάλαια
dotazione in
conto
capitale
εισφορά σε κεφάλαιο
estratto
conto
αντίγραφο κίνησης λογαριασμού
estratto
conto
della carta
ημερολόγιο συναλλαγών κάρτας
far quadrare i
conti
εκκαθαρίζω λογαριασμούς
fornitore del
conto
πάροχος του λογαριασμού
i
conti
possono essere tenuti in modo particolareggiato
οι λογαριασμοί είναι δυνατόν να είναι λεπτομερείς
identificazione del
conto
del beneficiario
κωδικός δικαιούχου/λογαριασμού
identificazione del
conto
dell'istituto finanziario del beneficiario
στοιχεία λογαριασμού χρηματοπιστωτικού οργανισμού του δικαιούχου
identificazione del
conto
di rimborso
στοιχεία αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμής
il rendimento e la verifica dei
conti
η απόδοση και ο έλεγχος των λογαριασμών
il valore corrispondente alla parità rispetto all'unita'di
conto
η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδα
imputare al
conto
καταλογίζω στον προϋπολογισμό
in
conto
proprio
για ίδιο λογαριασμό
iscrivere nel
conto
εγγράφω στο λογαριασμό
ispettorato generale per la revisione dei
conti
Γενική Διεύθυνση Ελέγχων
liquidazione dei
conti
εκκαθάριση λογαριασμών
mandare un
conto
in rosso
κάνω υπερανάληψη
nostro
conto
λογαριασμός Nostro
numero del
conto
primario
Αριθμός Βασικού Λογαριασμού
numero di
conto
λογαριασμός
osservazioni della Corte dei
conti
παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου
per
conto
d'una istituzione
για λογαριασμό ενός οργάνου
per
conto
terzi
για λογαριασμό τρίτων
prelievo sul
conto
generale
τράβηγμα από το Γενικό Λογαριασμό
prelievo sul
conto
generale
ανάληψη από το Γενικό Λογαριασμό
presentazione dei
conti
υποβολή των λογαριασμών
presentazione dei
conti
di ogni esercizio
υποβολή των λογαριασμών κάθε οικονομικού έτους
presentazione dei
conti
di un esercizio
υποβολή των λογαριασμών του οικονομικού έτους
primo numero di
conto
sussidiario
δευτερεύων λογαριασμός αριθ.1
principio del ricorso ad un'unità di
conto
κανόνας της λογιστικής μονάδας
principio dell'unità di
conto
αρχή ενιαίας νομισματικής μονάδας
progetto per
conto
terzi
σχέδιο για λογαριασμό τρίτων
quantità di titoli accreditati sul
conto
titoli
ποσότητα αξιογράφων σε παρακαταθήκη
quota individuale assunta per
conto
proprio
μεμονωμένο ποσοστό
relazione speciale della Corte dei
conti
ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου
rendimento e verifica dei
conti
απόδοση και έλεγχος των λογαριασμών
richiesta di estratto
conto
αίτημα αναφοράς
richiesta di estratto
conto
αίτηση για κατάσταση
rigore dei
conti
pubblici
δημοσιονομική πειθαρχία
rimborso in
conto
capitale
αποπληρωμή του κεφαλαίου
secondo numero di
conto
sussidiario
δευτερεύων λογαριασμός αριθ.2
settore dei
conti
correnti postali
υπηρεσία ταχυδρομικών τσεκ
si tiene
conto
del consolidamento
η παγιοποίηση αυτή λαμβάνεται υπ'όψη
sistema di regolamento dei
conti
cargo
σύστημα διακανονισμού λογαριασμών αεροπορικών μεταφορών
Sistema europeo di
conti
economici integrati
Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών
sorpasso di
conto
ακάλυπτη πίστωση
sorpasso di
conto
υπερανάληψη
spese imputate ai
conti
di un esercizio
δαπάνες που καταλογίζονται στους λογαριασμούς ενός οικονομικού έτους
spese non ancora contabilizzate nei
conti
δαπάνες που δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί στους λογαριασμούς
spese sostenute per
conto
di terzi
έξοδα που καταβλήθηκαν για λογαριασμό τρίτων
spese sostenute per
conto
di terzi
δαπάνες που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τρίτων
spese sostenute per
conto
di terzi
έξοδα που έγιναν για λογαριασμό τρίτων
tipo di
conto
e limitazione di utilizzo del PAN
περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών βασικού λογαριασμού
titolare di un
conto
δικαιούχος λογαριασμού
titolo domiciliato presso gli uffici dei
conti
correnti
αξία κατατεθειμένη στα γραφεία ταχυδρομικών τσεκ
ufficio dei
conti
correnti postali
γραφείο ταχυδρομικών τσεκ
ufficio detentore del
conto
γραφείο που τηρεί τρέχοντα λογαριασμό
unita'di
conto
UEP
λογιστικές μονάδες E.E.Π.
unità di
conto
λογιστική μονάδα
unità di
conto
ενιαία νομισματική μονάδα
unità di
conto
del bilancio
λογιστική μονάδα του προϋπολογισμού
unità di
conto
delle istituzioni delle Comunità europee
λογιστική μονάδα των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
unità di
conto
europea
ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα
Unità di
conto
parità-oro
λογιστική μονάδα ισοτιμίας σε χρυσό
vendita in
conto
consegna
πώληση επί παρακαταθήκη
vostro
conto
λογαριασμός Vostro
vostro
conto
λογαριασμός Loro
vostro
conto
λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης
Get short URL