DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Construction containing åben | all forms | exact matches only
DanishGreek
helt åben rendestenανοικτός αγωγός
opad åben gitterværksbroγέφυρα δικτυωτών δοκών δίχως αντιανέμιο στην κορυφή
planløs spredning af bebyggelse i åbent landκατακερματισμός του τοπίου
planløs spredning af bebyggelse i åbent landδιασπορά οικοδομών στο τοπίο
rør med åben rendevandtilførselυδροληψία μετά σωληνωτού στομίου τύπου ανοικτής διώρυγος
vandtilførsel med åben kanalυδροληψία τύπου ανοικτής διώρυγος
vandtilførsel med åben rendeυδροληψία τύπου ανοικτής διώρυγος
åben bitumenbetonανοικτό υδρογονανθρακωμένο σκυρόδεμα
åben grøftσυλλεκτήριοι τάφροι
åben koordinationsmetodeανοιχτή μέθοδος συντονισμού
åben sluseμη ρυθμιζομένη υδροληψία
åben sluseανοικτή υδροληψία
åben sænkekasseανοικτός στεγανοθάλαμος
åben udgravningεκσκαφή εν ανοικτώ χώρω
åbent områdeμερικώς κλειστός χώρος
åbent overløbφράγμα εκτροπής μετά διόδων