Portuguese | Greek |
a produção ou o comércio de armas,munições e material de guerra | η παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού |
Acordo para Facilitar a Circulação Internacional dos Materiais Visuais e Auditivos de Caráter Educativo, Científico e Cultural | Συμφωνία "αποβλέπουσα εις την διευκόλυνσιν της διεθνούς κυκλοφορίας οπτικού και ακουστικού υλικού, εκπαιδευτικού, επιστημονικού και μορφωτικού χαρακτήρος" |
arrefecimento rápido do material fundido | φαινόμενο απόσβεσης του τήγματος |
atividades com uma grande intensidade de capital material e humano | δραστηριότητες υψηλής έντασης κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού |
caracterização dos materiais | χαρακτηρισμός υλικών |
certificação material dos bens adquiridos | υλική πιστοποίηση των αποκτηθέντων ειδών |
Comité Europeu dos Fabricantes de Material de Ventilação | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κατασκευαστών Υλικών Αερισμού |
Comité Permanente dos materiais de propagação de plantas ornamentais | Μόνιμη επιτροπή για το πολλαπλασιαστικό υλικό καλλωπιστικών φυτών |
compatibilidade com o material de embaínhamento | συμβατότης με το υλικό του περιβλήματος |
comércio ilícito de materiais nucleares | παράνομο εμπόριο πυρηνικών υλικών |
conselho de revisão de material | επιτροπή εξέτασης υλικών |
contabilidade dos materiais em trânsito | λογιστικός έλεγχος των διαμετακομίσεων |
contabilidade dos materiais nucleares | παρακολούθηση διαχειρίσεως πυρηνικών υλικών |
Convenção Aduaneira relativa à Importação Temporária de Material Científico | Τελωνειακή Σύμβαση "περί προσωρινής εισαγωγής επιστημονικού υλικού" |
Convenção Aduaneira relativa à Importação Temporária de Material Pedagógico | Τελωνειακή Σύμβαση "περί προσωρινής εισαγωγής παιδαγωγικού υλικού" |
Convenção relativa à Constituição da "EUROFIMA", Sociedade Europeia para o Financiamento de Material Ferroviário | Σύμβαση για τη σύσταση της EUROFIMA, Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη χρηματοδότηση σιδηροδρομικού υλικού |
defeito material | ελάττωμα υλικού |
defeito material | αποτυχία υλικού |
deteção de material não declarado | ανίχνευση αδήλωτου υλικού |
diferença de material inaceitável | αδικαιολόγητη διαφορά υλικού |
este material e/ou o seu recipiente devem ser eliminados como resíduos perigosos | Σ60 |
este material e/ou o seu recipiente devem ser eliminados como resíduos perigosos | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα |
exercer o direito de propriedade sobre os materiais cindíveis especiais | ασκεί το δικαίωμα κυριότητος επί των ειδικών σχασίμων υλικών |
fluxo de materiais nucleares | ροή των πυρηνικών υλικών |
inventário de contabilidade duma área de balanço dos materiais | λογιστικό απόθεμα μιας ζώνης ισολογισμού υλικών |
inventário de materiais nucleares de acesso difícil | δυσπρόσιτο απόθεμα πυρηνικών υλικών |
lançamento de material | ρίψη εφοδίων |
Lista do Material de Guerra | έλεγχος στρατιωτικών προϊόντων |
materiais destinados a dar resposta a necessidades de defesa | υλικά που προορίζονται για την κάλυψη αμυντικών αναγκών |
materiais do circuito | υλικά κατασκευής κυκλώματος |
materiais pré-reduzidos | σπογγώδης σίδηρος |
materiais vedantes | στεγανωτικά υλικά |
material absorvente | απορροφητικό υλικό |
material absorvente de neutrões | απορροφητής νετρονίων |
material acionado | ενεργοποιημένη συσκευή |
material alternativo | δευτερογενές υλικό |
material cindível | υλικό σχάσης |
material de artilharia | πυροβολικό |
material de artilharia | υλικό πυροβολικού |
material de ativação | υλικό ενεργοποίησης |
material de autodefesa | εξοπλισμός αυτοάμυνας |
material de cisão | υλικό σχάσης |
Material de colheita | συγκομισθέν υλικό |
Material de colheita | συγκομιδή |
material de enchimento | υλικό πληρώσεως |
material de guerra | πολεμικό υλικό |
material de revestimento | υλικό περιβλήματος |
material descartável | απορριφθέν υλικό |
material exposto | εκθεσιακό υλικό |
material impresso | έντυπο υλικό |
material independente | ανεξάρτητη συσκευή |
material móvel | κινητός εξοπλισμός |
material ninho de abelhas | κυτταρινικό υλικό κηρήθρας |
material publicitário | διαφημιστικό υλικό |
material resistente a ácidos | υλικό ανθεκτικό στα οξέα |
material secundário | δευτερογενές υλικό |
matureza de um material | φύση ενός υλικού |
mistura física dos materiais | φυσική ανάμειξη των υλικών |
o material da canalização para este gás não deve conter mais do que 63 % de cobre | το υλικό των σωληνώσεων για αυτό το αέριο δεν πρέπει να περιέχει πάνω από 63 επί τοις εκατό χαλκό |
perda de material | απώλεια υλικού |
perda líquida de materiais civis | καθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών |
produção de materiais nucleares de grande pureza | παραγωγή πυρηνικών υλικών υψηλής καθαρότητος |
Programa plurianual de atividades no setor nuclear relativas à segurança de transporte dos materiais radiativos bem como às salvaguardas e à cooperação industrial, de forma a promover determinados aspetos ligados à segurança das instalações nucleares nos países que participam atualmente no programa Tacis | Πολυετές πρόγραμμα δράσεων στον πυρηνικό τομέα σχετικά με την ασφαλή μεταφορά ραδιενεργών υλικών, τους ελέγχους των διασφαλίσεων και τη βιομηχανική συνεργασία ώστε να προωθηθούν ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα Tacis |
reator para ensaio de materiais | αντιδραστήρας δοκιμής υλικών |
registo de inventários físicos e de balanço dos materiais | καταστάσεις που παρέχουν τα πραγματικά αποθέματα και τα ισοζύγια υλικών |
responsável pela assunção de riscos materiais | στελέχη που εμπλέκονται στην ανάληψη σημαντικών κινδύνων |
sistema central informatizado de contabilidade de materiais nucleares | κετρικό σύστημα λογιστικής με τη βοήθεια υπολογιστή,για τα πυρηνικά υλικά |
sistema de medição e de controlo dos materiais | σύστημα μέτρησης και παρακολούθησης των υλικών |
Sociedade Americana de Ensaios e Materiais | Αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών |
tratamento químico dos materiais irradiados | χημική κατεργασία ακτινοβοληθέντων υλικών |
tráfico de materiais nucleares provenientes do Leste | διακίνηση πυρηνικών υλικών από τις χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης |
zona de armazenagem dos materiais nucleares à chegada | ζώνη εναποθήκευσης των εισερχόμενων πυρηνικών υλικών |
zona de armazenagem dos materiais nucleares à saída | ζώνη εναποθήκευσης των εξερχόμενων πυρηνικών υλικών |
área de balanço de materiais | επιθεωρήσεις πυρηνικών εγκαταστάσεων |