DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject General containing cápsula | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
Cápsula bucalΣτοματικό καψάκιο
Cápsula de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης
Cápsula de libertação modificadaΚαψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης
cápsula detonanteκροτικό καψύλιο
cápsula duraΚαψάκιο, σκληρό
Cápsula dura de acção prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, σκληρό
Cápsula dura de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, σκληρό
Cápsula dura de libertação modificadaΚαψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, σκληρό
Cápsula dura vaginalΚολπικό καψάκιο, σκληρό
cápsula elétrica de pólvora negraηλεκτρική θρυαλλίδα πυρίτιδας
cápsula fulminanteκροτικό καψύλιο
cápsula moleΚαψάκιο, μαλακό
Cápsula mole de acção prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, μαλακό
Cápsula mole de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, μαλακό
Cápsula mole de libertação modificadaΚαψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, μαλακό
Cápsula mole vaginalΚολπικό καψάκιο, μαλακό
cápsula retalορθικό καψάκιο, μαλακό
cápsula retalΟρθικό καψάκιο
Cápsula vaginalΚολπικό καψάκιο
Pó para inalação, cápsula duraΚόνις για εισπνοή, σκληρό καψάκιο