DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Labor law containing Programa | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
Primeiro programa conjunto de investigação em matéria de segurança nas indústrias da Comunidade Europeia do Carvão e do Aço CECAΠρώτο κοινό πρόγραμμα έρευνας στον τομέα της ασφάλειας στις βιομηχανίες της ΕΚΑΧ
Programa Comum com o objectivo de fomentar Intercâmbio de Jovens Trabalhadores na ComunidadeΚοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην Κοινότητα
programa de aperfeiçoamentoεκπαιδευτικό πρόγραμμα τελειοποιήσεως
Programa de ação comunitária a médio prazo para a igualdade de oportunidades entre homens e mulheresΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών
programa de ação positivaΠρόγραμμα Θετικής Δράσης
programa de formação de baseπρόγραμμα βασικής εκπαιδεύσεως
programa de formação permanente dos assalariados na empresaπρόγραμμα συνεχούς κατάρτισης των μισθωτών στις επιχειρήσεις
Programa de Informação Prioritáriaπρόγραμμα προτεραιότητας για την πληροφόρηση
programa de prevenção dos riscos profissionaisπρόγραμμα πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων
programa de visitas de estudoπρόγραμμα εκπαιδευτικών επισκέψεων
Programa destinado a melhorar a segurança, a higiene e a saúde no local de trabalho, nomeadamente nas pequenas e médias empresasΠρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
programa especial em matéria de empregoειδικό πρόγραμμα του τομέα της απασχόλησης
programa "Euroqualification"πρόγραμμα "Euroqualification"
programa multimédia de formaçãoπρόγραμμα κατάρτισης με τη χρήση πολλαπλών μέσων
programa para a criação de empregoπρόγραμμα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης
programa seletivo de luta contra os acidentes de trabalhoεπιλεκτικό πρόγραμμα καταπολέμησης των εργατικών ατυχημάτων