DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Law containing Investigação | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
acordo de investigação e desenvolvimentoσυμφωνία έρευνας και ανάπτυξης
acordo de investigação e desenvolvimentoσυµφωνία Ε & Α
Agência Federal de InvestigaçãoΟμοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών
atividades realizadas pelo Centro Comum de Investigaçãoδράσεις που αναλαμβάνονται από το Κοινό Κέντρο ΕρευνώνΚΚΕ
colaboração com as autoridades na investigação do auxílio à imigração ilegalσυνεργασία με τις αρχές για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών
colaboração com as autoridades na investigação do auxílio à imigração ilegalσυνεργασία με τις αρχές για την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης
Conselho Consultivo Europeu de Investigação sobre SegurançaΕυρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή για την Έρευνα στον τομέα της Ασφάλειας
difusão e valorização dos resultados das atividades em matéria de investigação, de desenvolvimento tecnológico e de demonstração comunitáriosδιάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης
difusão e valorização dos resultados das atividades em matéria de investigação, de desenvolvimento tecnológico e de demonstração comunitáriosδιάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας,τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης
Direção para a Investigação Anti-MafiaΥπηρεσία διώξεως της Μαφίας
domínio de investigaçãoτομέας έρευνας
equipa conjunta de investigaçãoκοινή ομάδα ερευνών
equipa conjunta de investigaçãoκοινή ομάδα έρευνας
equipa conjunta de investigaçãoκοινή ερευνητική ομάδα
garantir a confidencialidade da investigaçãoεξασφαλίζω το απόρρητο των ερευνών
investigação a nível administrativoδιοικητική έρευνα
investigação administrativaδιοικητική έρευνα
investigação criminalδικαστική έρευνα
investigação de crimes gravesδιαλεύκανση σοβαρών εγκλημάτων
investigação digitalδικανική πληροφορική
investigação digitalεξέταση ψηφιακών πειστηρίων
investigação forenseεγκληματολογική έρευνα
investigação legalνόμιμη έρευνα
investigação oficiosaαυτεπάγγελτη έρευνα
investigação penalεγκληματολογική έρευνα
isenção da investigação para patenteεξαίρεση της έρευνας από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
medida de investigaçãoερευνητικό μέτρο
poder de investigação das autoridadesαρμοδιότητες έρευνας των αρχών
Princípios relativos a uma Eficaz Prevenção e Investigação de Execuções Extralegais, Arbitrárias ou SumáriasΑρχές για την αποτελεσματική πρόληψη και διερεύνηση των παράνομων, αυθαίρετων και συνοπτικών εκτελέσεων
Princípios relativos à Investigação e Documentação Eficazes da Tortura e de Outros Tratamentos ou Penas Cruéis, Desumanos ou DegradantesΠρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης
Princípios relativos à Investigação e Documentação Eficazes da Tortura e de Outros Tratamentos ou Penas Cruéis, Desumanos ou DegradantesΑρχές για την αποτελεσματική διερεύνηση και τεκμηρίωση των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας
procedimento de investigação facultativaδιαδικασία προαιρετικής έρευνας
relatório de investigação comunitáriaκοινοτική έκθεση έρευνας
relatório de investígação nacionalεθνική έκθεση έρευνας
serviço especializado de investigaçãoειδική υπηρεσία έρευνας
visto de residência para actividade de investigação ou altamente qualificadaθεώρηση εργασίας και διαμονής
área de investigaçãoπερίμετρος έρευνας