DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing take | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a discrimination takes placeαποτελώ διάκριση
any plan to adopt a national position or take national action pursuant to a joint actionκάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης
capacity to take decisionsεξουσία για λήψη αποφάσεων
capacity to take legal actionδικανική ικανότητα
contractual right to take part in the controlσυμβατικό δικαίωμα συμμετοχής στον έλεγχο
extension of procedural time limits in order to take account of distanceπαρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως
failure to take account of observation submitted by the Member Stateπαράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος
to have no jurisdiction to take cognizance of an actionπροδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής
hostage-takingσύλληψη ομήρων
to issue directives and to take decisionsεκδίδουν κανονισμούς και λαμβάνουν αποφάσεις
judges called upon to take part in the judgment of the caseδικαστές που θα μετάσχουν στην εκδίκαση της υποθέσεως
make it easier for persons to take up and pursue activities as self-employed personsδιευκολύνω την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων
minutes of oral proceedings and of taking of evidenceπρακτικά των προφορικών διαδικασιών και των αποδεικτικών διαδικασιών
obligation to take out a licenceυποχρέωση έκδοσης άδειας
party that is first to take actionτο επιμελέστερο μέρος
permit to take up permanent residenceμόνιμη άδεια διαμονής
refuse to give evidence, to take the oath or to make a solemn affirmation equivalent theretoαρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου
to take a break from work to look after the childrenδιακόπτω την επαγγελματική μου δραστηριότητα για να αφοσιωθώ στην ανατροφή των παιδιών
take actionσύρω
to take advantage of the priority of a previous applicationδιεκδίκηση της προτεραιότητας μιας προγενέστερης κατάθεσης
to take an appealασκώ έφεση
to take an oath of officeορκίζεται
to take effectτίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα
take effectτίθεται σε ισχύ
to take effectεπιφέρω αποτέλεσμα
to take evidence on oath or in an equally binding formλαμβάνω την κατάθεση ένορκα ή υπό άλλον εξίσου δεσμευτικό τύπο
to take its decisions by a simple majorityλήψη αποφάσεων με απλή πλειοψηφία
take or pay contractσυµβάσεις με ρήτρα πληρωμής ανεξαρτήτως παραλαβής
take-over offerδημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχών
to take part as agentλαμβάνουν μέρος ως εκπρόσωποι
to take part in ...συμμετέχω
to take part in the deliberationsμετέχω στη διάσκεψη
to take part in the deliberationsλαμβάνω μέρος στις συσκέψεις
to take the form of a concerted approachσυνίσταται σε συντονισμένη δράση
take the necessary steps to comply with the judgment declaring a decision to be voidλαμβάνω τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως
to take unfair advantage of the distinctive character of the trade markπροσπορισμός αθέμιτου όφελους από το διακριτικό χαρακτήρα του σήματος
take up its dutiesαναλαμβάνω τα καθήκοντά μου
take up the dutiesανάληψη καθηκόντων
taking back an asylum seekerεκ νέου ανάληψη αιτούντος άσυλο
taking charge of an asylum seekerαναδοχή αιτούντος άσυλο
taking foreign losses into accountσυνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό
taking into account of results for tax purposesφορολογικός συμψηφισμός των αποτελεσμάτων χρήσεως
taking of an oathορκωμοσία
taking of evidenceανακριτική πράξη
taking of evidenceδιεξαγωγή αποδείξεων
taking of evidenceδιεξαγωγή των αποδείξεων
taking of evidenceαποδεικτική διαδικασία
taking up paid employment in breach of a condition of leaveάσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς άδεια εργασίας
the Commission shall take the utmost account of the opinion delivered by the committeeη Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής
This INSTRUMENT shall take effect on the day of its notification.H παρούσα ΠΡΑΞΗ παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της κοινοποίησής της.