DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing bore | all forms | exact matches only
EnglishGreek
bear trapανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα
bore-hole pumpστροβιλαντλία τύπου γεωτρήσεων
bore-hole pumpστροβιλαντλία βαθέων φρεάτων
bore of the wheel-hubδιάτρηση του κεντρικού μέρους του τροχού
bore wellπηγάδι ανοιγμένο με ειδικό λειαντικό μηχάνημα
closed tapped boreτυφλή οπή κοχλιοτόμησης
internally machined boreεσωτερικώς εκτορευμένη οπή
stepped boreβαθμωτή οπή
stepped boreβαθμωτή λείανση
stroke-bore ratioλόγος διαδρομής/διαμέτρου εμβόλου