DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing auxiliary | all forms | exact matches only
EnglishGreek
airborne auxiliary power unitμονάδα βοηθητικής ισχύος
airborne auxiliary power unitσυγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliaries circuitβοηθητικό κύκλωμα
auxiliary attach fittingπροσάρτημα βοηθητικής στήριξης
auxiliary attach fittingβοηθητικό προσάρτημα
auxiliary batteryεφεδρικός συσσωρευτής
auxiliary brake reservoirβοηθητικό δοχείο αέρα της πέδης
auxiliary brake-pipeβοηθητικός σωλήνας της πέδης
auxiliary bulkheadβοηθητικό διάφραγμα
auxiliary carrying cableβοηθητικό φέρον καλώδιο
auxiliary circuitβοηθητικό κύκλωμα
auxiliary control deviceβοηθητικό σύστημα ελέγχου
auxiliary cross barβοηθητική εγκάρσια ράβδος
auxiliary deck engineβοηθητική μηχανή καταστρώματος
auxiliary emission control strategyβοηθητική στρατηγική ελέγχου των εκπομπών
auxiliary engineβοηθητική μηχανή' βοηθητικό μηχάνημα
auxiliary equipmentβοηθητικές μηχανές έλξης
auxiliary fieldβοηθητικό πεδίο
auxiliary frameβοηθητικό πλαίσιο για κινητήρια οχήματα
auxiliary generation systemβοηθητική υδραυλική παροχή
auxiliary generator setζεύγος βοηθητικό
auxiliary generator setγεννήτρια βοηθητική
auxiliary instrument panelπίνακας βοηθητικών οργάνων
auxiliary ladderφορητή σκάλα
auxiliary ladderβοηθητική κλίμακα ανόδου
auxiliary landing gearβοηθητικό σκέλος προσγείωσης ελικοπτέρου
auxiliary landing gearβοηθητικό σύστημα προσγείωσης
auxiliary lightβοηθητικός φανός
auxiliary lock gateενδιάμεσος θυρίς κλεισιάδος
auxiliary lock gateβοηθητική θυρίς κλεισιάδος
auxiliary longitudinal memberμηκίδα βοηθητική
auxiliary machineryβοηθητικά μηχανήματα
auxiliary messengerβοηθητικό φέρον καλώδιο
auxiliary motorβοηθητικός κινητήρας
auxiliary networkεφεδρικό δίκτυο
auxiliary nose gear proximity sensorαισθητήρας γειτνίασης στο ριναίο σκέλος προσγείωσης
auxiliary power plantσυγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliary power plantμονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος
auxiliary power unitσυγκρότημα ισχύος εδάφους
auxiliary power unitσυγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliary power unitβοηθητική μονάδα ισχύος
auxiliary power unitτροφοδοτικό ηλεκτρισμού στάθμευσης
auxiliary power unitεπίγεια μονάδα ισχύος
auxiliary power unitμονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος
auxiliary power unit gas temperature indicatorενδείκτης θερμοκρασίας καυσαερίων συγκροτήματος βοηθητικής ισχύος
auxiliary power unit oil quantity indicatorενδείκτης ποσότητας ελαίου βοηθητικού συγκροτήματος ισχύος
auxiliary power unit oil quantity indicatorενδείκτης ποσότητας ελαίου APU
auxiliary power unit podφορέας συγκροτήματος βοηθητικής ισχύος
auxiliary reservoir charging check valveβαλβίδα ελέγχου πλήρωσης βοηθητικού αεροφυλακίου
auxiliary rotorβοηθητικό στροφείο
auxiliary sea inletβοηθητικό επιστόμιο εισαγωγής θαλασσινού νερού
auxiliary sea inletβοηθητική εισαγωγή θάλασσας
auxiliary starting aidβοηθητικό μέσο εκκίνησης
auxiliary starting-motorβοηθητικός κινητήρας εκκίνησης
auxiliary steering arrangementσύστημα πηδαλιουχίας ανάγκης
auxiliary steering arrangementβοηθητικός μηχανισμός κινήσεως πηδαλίου
Auxiliary Steering Equipment ASEεπικουρικό σύστημα διεύθυνσης
auxiliary steering equipmentεπικουρικό σύστημα διεύθυνσης
auxiliary steering gearσύστημα πηδαλιουχίας ανάγκης
auxiliary steering gearβοηθητικός μηχανισμός κινήσεως πηδαλίου
auxiliary systemsβοηθητικά συστήματα
auxiliary take-offβοηθητικός κινητήρας απογείωσεως
auxiliary traffic laneλωρίδα έκτακτης ανάγκης
auxiliary transformer controlρύθμιση με βοηθητικό μετασχηματιστή
auxiliary transport servicesβοηθητικές υπηρεσίες μεταφορών
auxiliary viewβοηθητική όψη
auxiliary water-tankντεπόζιτο νερού βοηθητικό
auxiliary water-tankδεξαμενή νερού βοηθητική
auxiliary wheel-gearαμαξοστοιχία με στρεπτούς τροχούς
auxiliary windshield wiperβοηθητικός υαλοκαθαριστήρας
cycle with an auxiliary motorποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα
deck auxiliaryβοηθητική μηχανή καταστρώματος
naval auxiliaryβοηθητικό πλοίο του πολεμικού ναυτικού
relief sluices or auxiliary valvesθυροφράγματα ασφαλείας
SALEM 818 auxiliary filterβοηθητικό φίλτρο SALEM 818
SALEM 817 auxiliary filterβοηθητικό φίλτρο SALEM 817