Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Transport
containing
auxiliary
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
airborne
auxiliary
power unit
μονάδα βοηθητικής ισχύος
airborne
auxiliary
power unit
συγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliaries
circuit
βοηθητικό κύκλωμα
auxiliary
attach fitting
προσάρτημα βοηθητικής στήριξης
auxiliary
attach fitting
βοηθητικό προσάρτημα
auxiliary
battery
εφεδρικός συσσωρευτής
auxiliary
brake reservoir
βοηθητικό δοχείο αέρα της πέδης
auxiliary
brake-pipe
βοηθητικός σωλήνας της πέδης
auxiliary
bulkhead
βοηθητικό διάφραγμα
auxiliary
carrying cable
βοηθητικό φέρον καλώδιο
auxiliary
circuit
βοηθητικό κύκλωμα
auxiliary
control device
βοηθητικό σύστημα ελέγχου
auxiliary
cross bar
βοηθητική εγκάρσια ράβδος
auxiliary
deck engine
βοηθητική μηχανή καταστρώματος
auxiliary
emission control strategy
βοηθητική στρατηγική ελέγχου των εκπομπών
auxiliary
engine
βοηθητική μηχανή' βοηθητικό μηχάνημα
auxiliary
equipment
βοηθητικές μηχανές έλξης
auxiliary
field
βοηθητικό πεδίο
auxiliary
frame
βοηθητικό πλαίσιο για κινητήρια οχήματα
auxiliary
generation system
βοηθητική υδραυλική παροχή
auxiliary
generator set
ζεύγος βοηθητικό
auxiliary
generator set
γεννήτρια βοηθητική
auxiliary
instrument panel
πίνακας βοηθητικών οργάνων
auxiliary
ladder
φορητή σκάλα
auxiliary
ladder
βοηθητική κλίμακα ανόδου
auxiliary
landing gear
βοηθητικό σκέλος προσγείωσης ελικοπτέρου
auxiliary
landing gear
βοηθητικό σύστημα προσγείωσης
auxiliary
light
βοηθητικός φανός
auxiliary
lock gate
ενδιάμεσος θυρίς κλεισιάδος
auxiliary
lock gate
βοηθητική θυρίς κλεισιάδος
auxiliary
longitudinal member
μηκίδα βοηθητική
auxiliary
machinery
βοηθητικά μηχανήματα
auxiliary
messenger
βοηθητικό φέρον καλώδιο
auxiliary
motor
βοηθητικός κινητήρας
auxiliary
network
εφεδρικό δίκτυο
auxiliary
nose gear proximity sensor
αισθητήρας γειτνίασης στο ριναίο σκέλος προσγείωσης
auxiliary
power plant
συγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliary
power plant
μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος
auxiliary
power unit
συγκρότημα ισχύος εδάφους
auxiliary
power unit
συγκρότημα βοηθητικής ισχύος
auxiliary
power unit
βοηθητική μονάδα ισχύος
auxiliary
power unit
τροφοδοτικό ηλεκτρισμού στάθμευσης
auxiliary
power unit
επίγεια μονάδα ισχύος
auxiliary
power unit
μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος
auxiliary
power unit gas temperature indicator
ενδείκτης θερμοκρασίας καυσαερίων συγκροτήματος βοηθητικής ισχύος
auxiliary
power unit oil quantity indicator
ενδείκτης ποσότητας ελαίου βοηθητικού συγκροτήματος ισχύος
auxiliary
power unit oil quantity indicator
ενδείκτης ποσότητας ελαίου APU
auxiliary
power unit pod
φορέας συγκροτήματος βοηθητικής ισχύος
auxiliary
reservoir charging check valve
βαλβίδα ελέγχου πλήρωσης βοηθητικού αεροφυλακίου
auxiliary
rotor
βοηθητικό στροφείο
auxiliary
sea inlet
βοηθητικό επιστόμιο εισαγωγής θαλασσινού νερού
auxiliary
sea inlet
βοηθητική εισαγωγή θάλασσας
auxiliary
starting aid
βοηθητικό μέσο εκκίνησης
auxiliary
starting-motor
βοηθητικός κινητήρας εκκίνησης
auxiliary
steering arrangement
σύστημα πηδαλιουχίας ανάγκης
auxiliary
steering arrangement
βοηθητικός μηχανισμός κινήσεως πηδαλίου
Auxiliary
Steering Equipment
ASE
επικουρικό σύστημα διεύθυνσης
auxiliary
steering equipment
επικουρικό σύστημα διεύθυνσης
auxiliary
steering gear
σύστημα πηδαλιουχίας ανάγκης
auxiliary
steering gear
βοηθητικός μηχανισμός κινήσεως πηδαλίου
auxiliary
systems
βοηθητικά συστήματα
auxiliary
take-off
βοηθητικός κινητήρας απογείωσεως
auxiliary
traffic lane
λωρίδα έκτακτης ανάγκης
auxiliary
transformer control
ρύθμιση με βοηθητικό μετασχηματιστή
auxiliary
transport services
βοηθητικές υπηρεσίες μεταφορών
auxiliary
view
βοηθητική όψη
auxiliary
water-tank
ντεπόζιτο νερού βοηθητικό
auxiliary
water-tank
δεξαμενή νερού βοηθητική
auxiliary
wheel-gear
αμαξοστοιχία με στρεπτούς τροχούς
auxiliary
windshield wiper
βοηθητικός υαλοκαθαριστήρας
cycle with an
auxiliary
motor
ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα
deck
auxiliary
βοηθητική μηχανή καταστρώματος
naval
auxiliary
βοηθητικό πλοίο του πολεμικού ναυτικού
relief sluices or
auxiliary
valves
θυροφράγματα ασφαλείας
SALEM 818
auxiliary
filter
βοηθητικό φίλτρο SALEM 818
SALEM 817
auxiliary
filter
βοηθητικό φίλτρο SALEM 817
Get short URL