Subject | English | Greek |
med. | adjuvant therapy | επικουρική θεραπεία |
med. | adjuvant therapy | βοηθητική θεραπεία |
med., pharma., R&D. | adjuvant-type test | δοκιμασία με επικουρική ουσία |
med., pharma., R&D. | adjuvant-type test | δοκιμασία ευαισθητοποίησης με επικουρική ουσία |
med. | Freund adjuvant | προσθετικό Freund |
agric., food.ind. | inert filtration adjuvant | αδρανές βοηθητικό της διηθήσεως |
agric., food.ind. | inert filtration adjuvant | αδρανής βοηθητική ουσία διήθησης |
health. | killed adjuvant vaccine | νεκρό ενισχυμένο εμβόλιο |
med. | postoperative adjuvant chemotherapy | μετεγχειρητική επιβοηθητική χημειοθεραπεία |
agric., food.ind., chem. | technological adjuvant | τεχνολογικό βοηθητικό |
agric., food.ind., chem. | technological adjuvant | τεχνολογικές βοηθητικές ουσίες |
anim.husb. | use of adjuvants in veterinary vaccines | χρήση επικουρικών σε κτηνιατρικά εμβόλια |