DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing act | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to act as reinsurerενεργώ ως αντασφαλιστής
to act in a trust capacityενεργώ ως καταπιστευματοδόχος
action for failure to actπροσφυγή επί παραλείψει
any member of the Council may act on behalf of not more than one other memberκάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα μόνο από τα λοιπά μέλη
bodies authorised to act as counterpartiesοι φορείς οι εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι
EU actπράξη της ΕΕ
European Innovation ActΕυρωπαϊκός νόμος για την καινοτομία
finance actδημοσιονομικός νόμος
Foreign Account Tax Compliance Actνόμος για την επιβολή φορολογίας στους λογαριασμούς της αλλοδαπής
Industrial Organization Actvόμoς για τηv επαγγελματική oργάvωση
legislative act EUνομοθετική πράξη (ΕΕ)
non-legislative act EUμη νομοθετική πράξη (ΕΕ)
papal actπαπικό έγγραφο
Single European ActΕνιαία Ευρωπαϊκή Πράξη