DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing acquired | all forms | exact matches only
EnglishGreek
acquired agammaglobulinemiaεπίκτητη υπογαμμασφαιριναιμία
acquired agammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσοανεπάρκεια
acquired agammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσολογική ανεπάρκεια
acquired agammaglobulinemiaεπίκτητη αγαμμασφαιριναιμία
acquired behaviorεπίκτητη συμπεριφορά
acquired behaviour schemesεπίκτητα σχήματα συμπεριφοράς
acquired characterεπίκτητο χαρακτηριστικό
acquired characterεπίκτητος χαρακτήρας
acquired cystic kidney diseaseεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
acquired cystic kidney diseaseεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
acquired cystic nephropathyεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
acquired cystic nephropathyεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
acquired cystic renal diseaseεπίκτητη κυστική νόσος νεφρών
acquired cystic renal diseaseεπίκτητη κυστική νεφροπάθεια
acquired drug resistanceδευτεροπαθής αντοχή
acquired Fanconi syndromeσύνδρομο Fanconi
acquired Fanconi syndromeπρώιμος ραχίτις μετά υποφωσφαταιμίας,οξεώσεως και νεφρικής γλυκοζουρίας
acquired haemolytic anaemia without autoantibodiesεπίκτητη αιμολυτική αναιμία χωρίς αυτοαντισώματα
acquired haemolytic icterusαιμολυτικός ίκτερος (icterus haemolyticus)
acquired hemolytic anemiaεπίκτητη αιμολυτική αναιμία
acquired hemolytic anemia without autoantibodiesεπίκτητη αιμολυτική αναιμία χωρίς αυτοαντισώματα
acquired hemolytic icterusαιμολυτικός ίκτερος (icterus haemolyticus)
acquired hypofibrinogenaemiaεπίκτητη υποϊνωδογοναιμία
acquired hypogammaglobulinemiaεπίκτητη υπογαμμασφαιριναιμία
acquired hypogammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσοανεπάρκεια
acquired hypogammaglobulinemiaκοινή ποικίλλουσα ανοσολογική ανεπάρκεια
acquired hypogammaglobulinemiaεπίκτητη αγαμμασφαιριναιμία
acquired immunityεπίκτητη ανοσία
acquired immunodeficiency syndromeσύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
acquired immunodeficiency syndromeέιτζ
acquired immunological toleranceεπίκτητη ανοσολογική ανοχή
acquired lumbar stenosisεπίκτητη στένωση οσφυικού ραχιαίου σωλήνα
acquired lumbosacral stenosisεπίκτητη στένωση οσφυικού ραχιαίου σωλήνα
acquired propertyεπίκτητο χαρακτηριστικό
acquired reflexεπίκτητο αντανακλαστικό
acquired reflexεξαρτημένο αντανακλαστικό
acquired stuporεπίκτητη χαύνωση
acquired stuporεπίκτητη απάθεια
chronic acquired red-cell aplasiaχρονίως εγκαθιστάμενη επίκτητη απλασία ερυθροκυττάρων
unability to acquire educationανικανότητα μάθησης
unability to acquire educationαδυναμία μόρφωσης