DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing a | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a driller drills five to ten patterns per shiftενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση
a thorough knowledge of one languageσε βάθος γνώση μιας γλώσσας
a vacancy shall arise on the bench upon this notificationδιά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενή
access to a first job experienceπρόσβαση στην εμπειρία εργασίας
access to a jobπρόσβαση σε εργασία
Action for employment in Europe-A confidence pactΔράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
age at which he is entitled to a retirement pensionσυντάξιμη ηλικία
aid for transition to a new jobενίσχυση για τη μετάβαση σε νέα θέση απασχόλησης
application for a transferαίτηση αντικατάστασης
to be promoted to a higher positionπροβιβάζομαι
to be promoted to a higher positionκαταλαμβάνω μία ανώτερη θέση
consultation of the workers involved by means of a secret ballotδιαβούλευση με το προσωπικό μέσω μυστικής ψηφοφορίας
contravention by a candidate of his anonymityπαραβίαση της ανωνυμίας υποψηφίου από τον ίδιο
employee of a service providerμισθωτός ενός παρέχοντος υπηρεσίες
employees organized on a coordinated basisμισθωτοί που έχουν συστήσει οι ίδιοι "συντονιστική επιτροπή"
to engage a crewναυτολογώ ένα πλήρωμα
establishment in a higher gradeμονιμοποίηση σε ανώτερο βαθμό
executive council of a unionδιοικητικό συμβούλιο σωματείου
Green paper-Partnership for a new organisation of workΠράσινη βίβλος - Σύμπραξη για μια νέα οργάνωση της εργασίας
guidelines for a Community labour market policyκατευθυντήριες γραμμές για Κοινοτική πολιτική αγοράς εργασίας
to have a serious effect on employmentεπηρεάζει σοβαρά την απασχόληση
interchangeable component of a protective equipmentεναλλάξιμο συστατικό μέρος ΜΑΠ
manual handling of loads involving a risk of musculoskeletal injury to workersχειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους
natural person working within a legal personφυσικό πρόσωπο εργαζόμενο σε νομικό πρόσωπο
obtainment of a permanent postαπασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας
official posted under a rotation systemυπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σύμφωνα με το εκ περιτροπής σύστημα
person admitted as a traineeπρόσωπο που έχει γίνει δεκτό ως ασκούμενος
person engaged in a re-employment schemeάτομο απασχολούμενο σε ορισμένο έργο
position with a futureθέση εργασίας με προοπτικές εξέλιξης
reintegration into a skilled jobεπιστροφή σε θέση ειδικευμένης απασχόλησης
right to a union officeδικαίωμα για γραφείο
stability of a structureευστάθεια τεχνικού έργου
temporary relocation of workers employed by a firm providing servicesπροσωρινή μετακίνηση για λογαριασμό ενός φορέα παροχής υπηρεσιών
terminate a contract, toλύω τη σύμβαση
termination of a fixed-term employment contractκαταγγελία σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου
the contract may be for a fixed or for an indefinite periodη σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο
the Court of Justice may rule that the member concerned be deprived of his right to a pensionτο Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως
undertaking taking on a traineeεπιχείρηση που παρέχει κατάρτιση
unemployment rate at a historically high levelποσοστό ανεργίας σε πρωτοφανώς υψηλό επίπεδο
voluntary termination of a contract of employmentεκούσια καταγγελία της συμβάσεως εργασίας
work as a temporary replacementεργασία αναπλήρωσης
work of a particularly arduous natureεπίπονη εργασία
work with a narrow range of contentεργασία με περιορισμένο περιεχόμενο