DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Business containing A | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a central body, the function of which is to dematerialize and electronically manage transferable securitiesΟργανισμός απενσωμάτωσης και ηλεκτρονικής διαχείρισης αξιογράφων ή κινητών αξιών
appointment of a liquidatorδιορισμός συνδίκου
as a separate item with an appropriate headingσε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
charges arising from the spreading on a time basis of the premium on assets acquired at an amount above the sum payable at maturityέξοδα που αντιστοιχούν στην κλιμακωτή απόσβεση των ποσών που προκύπτουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με τίμημα ανώτερο του πληρωτέου κατά τη λήξη
clause containing a reservation of titleρήτρα επιφύλαξης κυριότητας
to close a bankruptcyπερατώνω την πτώχευση
to have a material effectέχω σημαντική επίδραση
income arising from the spreading on a time basis of the discount on assets acquired at an amount below the sum payable at maturityέσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη
limited partnership with a share capitalετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών
nominal value or, in the absence of a nominal valueονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
to operate ... as a monopolyεκμεταλλεύομαι... κατά μονοπωλιακό τρόπο
to result in a loss or a profitτο αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
subsidiary undertaking of a subsidiary undertakingεπιχείρηση θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης
under a separate item with an appropriate headingσε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
undertaking established as a type of companyεπιχείρηση που έχει μια εταιρική μορφή
to underwrite the obligations of a third partyεγγυώμαι για τις υποχρεώσεις τρίτου