DictionaryForumContacts

Morphology analysis
ευνοω (13) | Verb
1 ευνοω
2 εευνοα
3 ευνοε
4 ευνοεις
5 εευνοες
6 ευνοε
7 ευνοει
8 εευνοε
9 ευνοε
10 ευνοουμε
11 ευνοαμε
12 ευνοεtε
13 ευνοεtε
14 ευνοαtε
15 ευνοεtε
16 ευνοουν
17 εευνοαν
18 εtεευνοω
19 εευνοα
20 ευνοεις
21 εευνοες
22 ευνοε
23 ευνοει
24 εευνοε
25 ευνοε
26 ευνοουμε
27 ευνοαμε
28 ευνοtε
29 ευνοεtε
30 ευνοαtε
31 ευνοtε
32 ευνοουν
33 εευνοαν
34 tεευνοει
35 ευνοει
36 ευνοει
37 ευνοει
38 ευνοει
39 ευνοει
40 ευνοει
41 ευνοει
42 ευνοει
43 ευνοει
44 ευνοει
45 ευνοει