DictionaryForumContacts

Morphology analysis
εκπαιδευω (1) | Verb
1 εκπαιδευω
2 εεκπαιδευα
3 εκπαιδευε
4 εκπαιδευεις
5 εεκπαιδευες
6 εκπαιδευε
7 εκπαιδευει
8 εεκπαιδευε
9 εκπαιδευε
10 εκπαιδευουμε
11 εκπαιδευαμε
12 εκπαιδευεtε
13 εκπαιδευεtε
14 εκπαιδευαtε
15 εκπαιδευεtε
16 εκπαιδευουν
17 εεκπαιδευαν
18 εtεεκπαιδευω
19 εεκπαιδευα
20 εκπαιδευεις
21 εεκπαιδευες
22 εκπαιδευε
23 εκπαιδευει
24 εεκπαιδευε
25 εκπαιδευε
26 εκπαιδευουμε
27 εκπαιδευαμε
28 εκπαιδευtε
29 εκπαιδευεtε
30 εκπαιδευαtε
31 εκπαιδευtε
32 εκπαιδευουν
33 εεκπαιδευαν
34 tεεκπαιδευει
35 εκπαιδευει
36 εκπαιδευει
37 εκπαιδευει
38 εκπαιδευει
39 εκπαιδευει
40 εκπαιδευει
41 εκπαιδευει
42 εκπαιδευει
43 εκπαιδευει
44 εκπαιδευει
45 εκπαιδευει