DictionaryForumContacts

   
A B D E F I K L M N P R S T Ħ   >>
Terms for subject Insurance (98 entries)
impriża tal-assigurazzjoni ασφαλιστική επιχείρηση
impriża tal-assigurazzjoni ta' pajjiż terz ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας
impriża tar-riassigurazzjoni αντασφαλιστική επιχείρηση
impriża tar-riassigurazzjoni captive εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση
impriża tar-riassigurazzjoni ta' pajjiż terz αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας
inkapaċità għax-xogħol ανικανότητα προς εργασία
koassigurazzjoni συνασφάλιση
kreditur privileġġat πιστωτής αυξημένης εξασφάλισης
kreditur privileġġat προνομιακός πιστωτής
l-Istat Membru tal-impenn κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης
marġni meħtieġ ta' solvenza απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας
marġni ta' solvenza περιθώριο φερεγγυότητας
mutwalizzazzjoni μετατροπή μετοχικής εταιρίας σε αλληλασφαλιστική
non-kondizzjonalità tal-għajnuna αποσύνδεση των ενισχύσεων
nuqqas fil-pretensjonijiet τεχνικό πλεόνασμα των ασφαλιστικών πληρωμών λόγω ζημιών
pensjoni tar-romol σύνταξη του επιζώντος συζύγου
pensjoni tar-romol σύνταξη χήρας
periklu ta' aċċidenti kbar μείζων κίνδυνος ατυχήματος
perit tekniku διακανονιστής ζημιών γενικών κλάδων
perit tekniku πραγματογνώμων