Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Slovene
⇄
Greek
A
B
C
Č
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
R
S
Š
T
U
V
W X Y
Z
Ž
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(2206 entries)
neuprašena trdna snov
μη κονιοποιημένο στερεό
nevarno
Κίνδυνος
Nevarno za ozonski plašč.
Επικίνδυνο για τη στιβάδα του όζοντος.
nevarnost
επικινδυνότητα
Nevarnost eksplozije ob požaru.
Κίνδυνος έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Nevarnost eksplozije ob segrevanju v zaprtem prostoru.
Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερµανθεί υπό περιορισµό.
Nevarnost za nastanek požara ali drobcev.
Κίνδυνος πυρκαγιάς ή εκτόξευσης.
Nežno umiti z veliko mila in vode.
Πλύνετε απαλά με άφθονο νερό και σαπούνι.
nikotin
νικοτίνη
nikotinski alkaloid
νικοτινικό αλκαλοειδές
niobij
κολόμβιο
niobij
νιόβιο
nivojska posoda
δοχείο ισοστάθμισης
nosilni plin
φέρον άεριο
notranja sol
διπολικό ιόν
notranji trg
εσωτερική αγορά
Ob nezadostnem prezračevanju nositi opremo za zaščito dihal.
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, να φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής.
Ob požaru:
Σε περίπτωση πυρκαγιάς:
Ob požaru: izprazniti območje.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή.
Ob požaru: izprazniti območje. Gasiti z večje razdalje zaradi nevarnosti eksplozije.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης.
Get short URL