DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V Z   <<  >>
Terms for subject Law (2353 entries)
uskladitev προσέγγιση
usklajeno ravnanje εναρμονισμένη πρακτική
ustaljena sodna praksa πάγια νομολογία
ustaviti postopek αναστέλλω τη διαδικασία
ustavne tradicije, skupne državam članicam κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών
ustavni red συνταγματική τάξη
ustavno sodišče Συνταγματικό Δικαστήριο
ustavodajna skupščina συντακτική συνέλευση
utaja DDV απάτη στον τομέα του ΦΠΑ
utemeljitev prošnje za azil αφήγηση στην αίτηση ασύλου
utemeljitev prošnje za mednarodno zaščito αφήγηση στην αίτηση ασύλου
uveljavljanje pravic s strani zasebnikov ιδιωτική επιβολή
uveljavljanje pravic s strani zasebnikov ιδιωτικός έλεγχος
v dobri veri καλή τη πίστει
v dobri veri καλόπιστα
v dobri veri in poštenju καλή τη πίστει
v dobri veri in poštenju καλόπιστα
v nadaljnjem besedilu καλούμενη στο εξής
v nadaljnjem besedilu που στο εξής θα ονομάζεται
V skladu s členom 3 Protokola (št. 21) o stališču Združenega kraljestva in Irske glede območja svobode, varnosti in pravice, ki je priložen Pogodbi o Evropski uniji in Pogodbi o delovanju Evropske unije, je Združeno kraljestvo (s pismom z dne… ) podalo uradno obvestilo, da želi sodelovati pri sprejetju in uporabi tega/te [akt] Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε (με την από ... επιστολή του) την επιθυμία του να συμμετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή (της παρούσας πράξης)