Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü
<<
>>
Terms for subject
Government, administration and public services
(347 entries)
pensión de jubilación
σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου; σύνταξη αρχαιότητας
pensión de supervivencia
σύνταξη επιζώντων
período de prácticas
δοκιμαστική περίοδος
período de prácticas
δοκιμαστική υπηρεσία; άσκηση; περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας
período de prueba
περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας
permiso de maternidad
άδεια μητρότητας
personal
συνολικό προσωπικό
pesquisa de seguridad
διαπίστευση ασφαλείας
pesquisa de seguridad
άδεια ασφαλείας
pesquisa de seguridad
έλεγχος ασφαλείας
pesquisa de seguridad
έρευνα ασφαλείας
plan de reparto
διανεμητικό σύστημα
plan de reparto
μη κεφαλαιοποιητικό σύστημα
plantilla de personal
οργανόγραμμα' πίνακας θέσεων' πίνακας προσωπικού
plazos de viaje
μέρες ταξιδιού
preparador de fabricación
συντονιστής εργασιών
procedimiento de certificación
μηχανισμός πιστοποίησης
profesión remunerada
αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα
promoción
βαθμολογική προαγωγή
promoción interna
βαθμολογική προαγωγή
Get short URL