DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
B C D E F G H I J K L M NPR S TV W X Y Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü   <<  >>
Terms for subject Sociology (96 entries)
minusválido άτομο με αναπηρίες
minusválido άτομο με αναπηρία
ni-ni εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης
niacina βιταμίνη B3
niacina αντιπελλαγρική βιταμίνη
nivel mínimo de protección social ελάχιστη κοινωνική προστασία
Pacto Europeo para la Juventud Ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη νεολαία
Pacto Europeo para la Salud Mental y el Bienestar Ευρωπαϊκό σύμφωνο για την πνευματική υγεία και ευεξία
paquete de protección social mínimo ελάχιστη κοινωνική προστασία
PCIS Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική καινοτομία
pensión de invalidez σύνταξη αναπηρίας
pensión de jubilación σύνταξη γήρατος' σύνταξη
pensión mínima garantizada ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη
pensión o renta de invalidez σύνταξη αναπηρίας
persona ciega τυφλός
persona con dificultades en la lectura de material impreso άτομο με προβλήματα ανάγνωσης εντύπων
persona con discapacidad άτομο με αναπηρίες
persona con discapacidad άτομο με αναπηρία
persona con problemas de acceso al texto impreso convencional άτομο με προβλήματα ανάγνωσης εντύπων
plan de capitalización κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων