DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G I L M N O P R S T U   <<  >>
Terms for subject Labor law (250 entries)
obair dhá sheal εργασία σε δυο βάρδιες
obair lae έργο ημέρας
obair leathlae εργασία με ωράριο κατά το ήμισυ μειωμένο
obair neamhdhleathach παράνομη εργασία
obair neamhthipiciúil άτυπη απασχόληση
obair neamhthipiciúil άτυπη εργασία
obair sa bhaile εργασία κατ'οίκον
obair shealadach ευκαιριακή απασχόληση
obair thrí sheal εργασία σε τρεις βάρδιες
oibrí εργαζόμενος
oibrí amuigh κατ'οίκον εργαζόμενος
oibrí amuigh φασονίστρια
oibrí ar bheagán oiliúna εργαζόμενος με χαμηλή εξειδίκευση
oibrí don ógra καθοδηγητής νεολαίας
oibrí mná εργαζόμενη
oibrí mná εργαζόμενη γυναίκα
oibrí oíche εργαζόμενος τη νύχτα
oibrí séasúrach εποχιακά εργαζόμενος
oibrí séasúrach εποχιακός εργάτης
oibrí séasúrach εποχικά απασχολούμενος