DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P Q R S T Ú V Z   <<  >>
Terms for subject Energy industry (222 entries)
ingadozó teljesítményű megújuló energia διαλείπουσα ενεργειακή πηγή
ingadozó teljesítményű megújuló energiaforrás διαλείπουσα ενεργειακή πηγή
integrált energiaügyi és éghajlat-változási csomag δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές
integrált energiaügyi és éghajlat-változási csomag πακέτο Μπαρóζο
intelligens energia ευφυής ενέργεια
intelligens fogyasztásmérés ευφυής μέτρηση
IRENA Διεθνής Οργανισμός ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
kapacitás δυναμικότητα
kapacitás tényező παράγοντας δυναμικότητας
kapcsolt energiatermelés συμπαραγωγή (θερμότητας και ηλεκτρισμού)
kereskedelmi propán προπάνιο του εμπορίου
kiégett fűtőelem ακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
kiégett fűtőelem αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
kiégett fűtőelem αναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
kiégett fűtőelem εξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
kiegyenlítő szabályozás εξισορρόπηση του συστήματος
kölcsönös alap κεφάλαια αμοιβαιότητας
Kombinált Ciklusú Erőmű&13 Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου&13
központi energiaellátás περιοχικό ενεργειακό σύστημα
külső költségek internalizálása εσωεπιχειρησιακός καταλογισμός του εξωτερικού κόστους