DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I L M N P Q R S T Z   >>
Terms for subject Employment (112 entries)
Convention concernant la politique de l'emploi Σύμβαση για την πολιτική της απασχόλησης
Convention concernant la protection du droit d'organisation et les procédures de détermination des conditions d'emploi dans la fonction publique Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση
Convention concernant les conditions d'emploi des travailleurs des plantations ΔΣΕ 110: Για τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στις φυτείες
Convention sur l'abolition du travail forcé, 1957 Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας
Convention sur la politique de l'emploi, 1964 Σύμβαση για την πολιτική της απασχόλησης
Convention sur les plantations, 1958 ΔΣΕ 110: Για τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στις φυτείες
Convention sur les relations de travail dans la fonction publique, 1978 Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση
couverture du risque de chômage ταμείο ανεργίας
couverture du risque de chômage ασφάλιση ανεργίας
couverture du risque de chômage ασφάλιση κατά ανεργίας
couverture du risque de chômage ασφάλιση κατά της ανεργίας
création nette d'emplois καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης
création nette d'emplois καθαρή αύξηση της απασχόλησης
demandeur d'emploi άτομο που αναζητεί εργασία
demandeur d'emploi ο αναζητών εργασία
Directive "droits acquis" Οδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
Directive "droits acquis" Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
directive sur les droits acquis Οδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
directive sur les droits acquis Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
dirigeant διοικητικό στέλεχος