Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
B
C
D
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Z
À
É
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3852 entries)
Administration de l'emploi
Υπηρεσία Απασχολήσεως
admission à la retraite
συνταξιοδότηση
admission à la retraite
χορήγηση σύνταξης
admission aux fins d'emploi salarié
αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης
admission aux fins de l'exercice d'une activité professionnelle indépendante
εισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας
aérosol particulaire
αερόλυμα όπου η διασκορπισμένη ουσία είναι στερεό
affecter gravement l'emploi
επηρεάζει σοβαρά την απασχόληση
affection ostéo-articulaire
επίδραση στα οστά και τις αρθρώσεις
afflux de candidats
συρροή των υποψηφίων
affréteur
φορτωτής
affûteur
τροχιστής εργαλείων εκτός μηχανουργικών
affûteur-outilleur
τροχιστής εργαλείων
afin d'exercer un emploi
με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία
âge d'accès à la retraite
συντάξιμη ηλικία
âge de la préretraite
ηλικία πρόωρης συνταξιοδότησης
âge de la retraite différencié selon le sexe
κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο
âge du départ volontaire à la retraite
εθελοντική ηλικία συνταξιοδότησης
âge du départ volontaire à la retraite
ηλικία εθελούσιας συνταξιοδότησης
age limite pour la retraite
ηλικία συνταξιοδότησης
age limite pour la retraite
όριο συνταξιοδότησης
Get short URL