Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
<<
>>
Terms for subject
Energy industry
(2323 entries)
aéromoteur
αεροκινητήρας
aéromoteur
ανεμόμυλος
aéromoteur à autorégulation
αυτορυθμιζόμενη ανεμογεννήτρια
aéromoteur à autorégulation
αυτορυθμιζόμενος ανεμοκινητήρας
aéromoteur à carénage segmenté
αεροκινητήρας με μερικό δακτύλιο διάχυσης
aéromoteur à diffuseur annulaire
αεροκινητήρας με δακτύλιο διάχυσης
aéromoteur à hélices contre-rotatives
ανεμογεννήτρια με αντιθέτως περιστρεφόμενα πτερύγια
aéromoteur à venturi
ανεμογεννήτρια με συγκεντρωτή
aéromoteur à venturi
αεροκινητήρας τύπου Venturi
aéromoteur caréné
αεροκινητήρας τύπου Venturi
aéromoteur caréné
ανεμογεννήτρια με συγκεντρωτή
aéropompe
ανεμοαντλία
aéropompe
ανεμογεννήτρια
aéroréfrigérant
πύργος υδρόψυξης
agence chargée du démantèlement des centrales nucléaires
οργανισμός για τον παροπλισμό πυρηνικών εγκαταστάσεων
Agence d'approvisionnement d'Euratom
Οργανισμός Εφοδιασμού της Ευρατόμ
agence de l'énergie électrique de la République croate
οργανισμός ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Κροατίας
Agence française pour la maîtrise de l'énergie
Γαλλικός οργανισμός για τον έλεγχο της ενέργειας
Agence internationale pour les énergies renouvelables
Διεθνής Οργανισμός ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
agence nationale de l'énergie électrique
εθνικός οργανισμός ηλεκτρικής ενέργειας
Get short URL