DictionaryForumContacts

   French Greek
B C DF G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3852 entries)
télétypiste χειριστής τηλετύπων
temporaire έκτακτος υπάλληλος
temporaire έκτακτο εργατικό προσωπικό
temporaire έκτακτος εργαζόμενος
temps alloué εγκεκριμένος χρόνος
temps d'action χρόνος για την εκτέλεση ενός δεδομένου έργου
temps d'attente νεκρός χρόνος
temps d'attente χαμένος χρόνος εργασίας
temps d'exécution unitaire ρυθμός απόδοσης
temps d'usinage χρόνος μηχανικής κατεργασίας
temps d'usinage χρόνος μηχανούργισης
temps d'usinage d'une pièce χρόνος μηχανικής κατεργασίας κοματιού
temps de base βασικός χρόνος
temps de base retenu προκαθορισμένος χρόνος για μια συγκεκριμένη εργασία
temps de chevauchement χρόνος αλληλεπικάλυψης
temps de déplacement διάρκεια μετακίνησης
temps de déplacement διάρκεια διαδρομής
temps de marge χρόνος για απρόβλεπτα γεγονότα
temps de mise en route χρόνος προετοιμασίας για την εργασία
temps de préparation χρόνος προετοιμασίας για την εργασία