Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À
Á Â Æ Ç
É
È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3852 entries)
tanneur en cuves
βυρσοδέψης χονδρών δερμάτων
tanneur en foulon
λευκαντής δερμάτων
tanneur en foulon
βυρσοδέψης λεπτών δερμάτων
tapissier
ταπετσέρης κτιρίων
tapissier d'ameublement
ταπετσιέρης επιπλώσεων
tapissier décorateur
L
ταπετσιέρης επιπλώσεων
tapissier en voitures
B
ταπετσιέρης οχημάτων
tapissier-colleur
B
ταπετσέρης κτιρίων
tapissier-peintre
L
ταπετσέρης κτιρίων
taqueur
B
ειδικευμένος μεταλλορύχος
tarificateur
εκκαθαριστής
taux annuel de création d'emplois
ετήσιος ρυθμός δημιουργίας θέσεων απασχόλησης
taux d'activité
ποσοστό συμμετοχής στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό
taux d'emploi
ποσοστό απασχόλησης
taux d'exécution
ρυθμός απόδοσης
taux d'inactivité
ποσοστό αέργων
taux d'inactivité
ποσοστό ανέργων
taux de chômage à un niveau historiquement élevé
ποσοστό ανεργίας σε πρωτοφανώς υψηλό επίπεδο
taux de fréquence
συχνότητα ατυχημάτων
taux de participation
ποσοστό συμμετοχής
Get short URL