DictionaryForumContacts

   French Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Medical (48394 entries)
fédération hospitalière ομοσπονδία νοσοκομείων
feed-back ανάδραση
fêlure directe τραυματική σχισμή
femelle arrivée à terme θηλυκό ζώο σε περίοδο τοκετού
femelle nullipare et non gravide θηλυκά ζώα άτοκα και όχι έγκυα
femelle porteuse d'un gène létal θηλυκό που έχει ένα θανατογόνο γονίδιο
femme avortée γυναίκα που έκαμε έκτρωση
femme Du-positive γυναίκα με θετικό αντιγόνο Du
femme enceinte έγκυος γυναίκα
femme enceinte γυναίκα που κυοφορεί
femme présentant une grossesse nerveuse γυναίκα που παρουσιάζει νευρική εγκυμοσύνη
femme présentant une grossesse nerveuse νόθος εγκυμοσύνη
femme présentant une grossesse nerveuse υστερική ψευδοεγκυμοσύνη
femme présentant une grossesse nerveuse ψευδοεγκυμοσύνη
femme supposée enceinte γυναίκα πιθανώς έγκυος
fémoral μηριαίος
fémur μηριαίο οστό
fendu οδοντωτός
fendu με εντομές
fenestration εγχείρηση για τη δημιουργία παραθύρου στους ημικύκλιους σωλήνες