DictionaryForumContacts

   French Greek
B C DF G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3852 entries)
entreprise de travail adapté προστατευόμενο εργαστήριο
entreprise de travail adapté εργαστήριο για άτομα με ειδικές ανάγκες
entreprise dispensant une formation επιχείρηση που παρέχει κατάρτιση
entreprise générale ιδιοκτήτης κατασκευαζομένου δομικού έργου
entretien d'orientation συνάντηση επαγγελματικού προσανατολισμού
enveloppe individuelle εφάπαξ αμοιβή
environnement de travail isolé εξατομικευμένο εργασιακό περιβάλλον
environnement de travail isolé κοινωνικά απομονωμένο εργασιακό περιβάλλον
environnement de travail objectif αντικειμενικό εργασιακό περιβάλλον
épeautre σίτος σπέλτα
épeautre όλυρα
épouleurB μασουρίστρα
équipage ιπτάμενο προσωπικό
équipage de cabine πλήρωμα θαλάμου
équipage de cabine μέλος πληρώματος θαλάμου επιβατών
équipage non qualifié πλήρωμα χωρίς προσόντα
équipe de travail επιχειρησιακή ομάδα
équipe opérationnelle επιχειρησιακή ομάδα
équipe spéciale επιχειρησιακή ομάδα
équipement antichutes εξοπλισμός "αντιπτωτικού τύπου"