Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
À
Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
<<
>>
Terms for subject
Statistics
(9836 entries)
efficacité relative
σχετική αποτελεσματικότητα
efficacité relative
σχετική αποτελεσματικότητα ελέγχου
efficacité relative
σχετική αποτελεσματικότητα εκτιμήτριας
efficacité relative
σχετική αποτελεσματικότητα σχεδιασμού δειγματοληψίας
efficacité relative asymptotique
ασυμπτωτική σχετική αποτελεσματικότητα
efficacité relative d'un estimateur
σχετική αποτελεσματικότητα εκτιμήτριας
efficacité relative d'un estimateur
σχετική αποτελεσματικότητα
efficacité relative d'un test
σχετική αποτελεσματικότητα ελέγχου
efficacité relative d'un test
σχετική αποτελεσματικότητα
efficience
αποτελεσματικότητα
élan démographique
δημογραφική έκρηξη
électricité
Ηλεκτρισμός
électro-affinage
ηλεκτροκαθαρισμός
électro-affinage
ηλεκτροεξευγενισμός
électroraffinage
ηλεκτροκαθαρισμός
électroraffinage
ηλεκτροεξευγενισμός
élément aléatoire
στοιχείο πιθανότητας
élément aléatoire
τυχαία συνιστώσα
élément aléatoire
στοιχειώδης πιθανότητα
élément d'arrêt
στοιχείο παύσης
Get short URL