DictionaryForumContacts

   French Greek
A B C DF G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Forestry (2922 entries)
couvert complet πλήρης δασοκάλυψις
couvert de neige καλυμμένο από χιόνι
couvert fermé πλήρης δασοκάλυψις
couvert forestier οροφή
couvert forestier ανώτερο μέρος φυτικού καλύμματος
couvert plein πλήρης δασοκάλυψις
couvert serré σύμπυκνος συγκώμωσις
Couverture thermique θερμική κουβέρτα
couvrir κάλυμμα
creuser σκάβω
creuser σκάψιμο
creuser ανασκάπτω
creuser un terrain εκσκαφή
creux ψάχνω
creux χτενίζω
cric ανυψωτήρας
cric γρύλλος ανύψωσης
criminel ποινικός
criminel εγκληματικός
crochet d'abattage άγκιστρο ρίψης