DictionaryForumContacts

   French Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Medical (48394 entries)
absentia epileptica. πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως
absentia epileptica. αφηρημάδα της επιληψίας
absinthisme δηλητηρίασις από άψινθον
absinthisme chronique αψινθισμός
absinthisme chronique χρονεία αψινθίασις
absorbant pour appareil à respiration en circuit fermé απορροφητικόν υλικόν δι'αναπνευστήρα κλειστού κυκλώματος
absorbeur de CO2 απορροφητής CO2
absorption cutanée απορρόφηση από το δέρμα
absorption cutanée διαδερμική απορρόφηση
absorption d'oxygène κατανάλωση οξυγόνου
absorption de rayonnement gamma απορρόφηση ακτίνων γάμμα
absorption dermique des produits chimiques πρόσληψη χημικών ουσιών από το δέρμα
absorption du CO2 απορρόφηση CO2
absorption percutanée διαδερμική απορρόφηση
absorption percutanée απορρόφηση από το δέρμα
absorption physico-chimique sur solides en suspension φυσικοχημική προσρόφηση στα εν αιωρήσει στερεά
abstinence forcée αναγκαστική αποχή
abstinence sexuelle σεξουαλική εγκράτεια
abstinence sexuelle σεξουλική αποχή
abstractionf. αποχωρισμός