Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À
Á Â Æ Ç
É
È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3852 entries)
cessation du contrat de travail
παύση της σύμβασης εργασίας
cesser le travail
διακόπτω την εργασία
cette communication emporte la vacance de siège
διά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενή
CFA
σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης σε συνδυασμό με εργασία
chaîne d'usinage
αλυσίδα
chaîne de fabrication
αλυσίδα
chaîne de montage
αλυσίδα
chaînetier
B
κατασκευαστής καδένων κοσμηματοποιΐας
chaîniste
κατασκευαστής καδένων κοσμηματοποιΐας
chaleur convective
μεταφερόμενη θερμότητα
chambre professionnelle
επαγγελματικό επιμελητήριο
chamoiseur
βυρσοδέψης αιγάγρου
champ acoustique du poste de travail
ακουστικό πεδίο της θέσης εργασίας
chance d'obtenir un emploi
δυνατότητα απασχόλησης
changement brutal de transparence
απότομη αλλαγή της διαφάνειας
changement de grade
αλλαγή βαθμού
changement de profession
αλλαγή επαγγέλματος
changement de résidence
αλλαγή έδρας στην υπηρεσία
changement de résidence
αλλαγή υπηρεσιακής έδρας
chanteur
τραγουδιστής
Get short URL