DictionaryForumContacts

   
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Z À   <<  >>
Terms for subject Environment (19149 entries)
Unité de coordination du programme d'action méditerranéen συντονιστική μονάδα του προγράμματος δράσης για τη Μεσόγειο
unité de gazéification de résidus de raffinage μονάδα αεριοποίησης υπολειμμάτων διύλισης
unité de lutte ομάδα επέμβασης
unité de lutte ομάδα πυρόσβεσης
unité de préparation de projets μονάδα προετοιμασίας επενδυτικών σχεδίων
unité de récupération à un étage μονάδα μιας μόνο φάσεως ανάκτησης
unité de récupération de vapeurs μονάδα ανάκτησης ατμών
unité de récupération des vapeurs μονάδα ανάκτησης ατμών
unité de réduction des émissions μονάδα μείωσης των εκπομπών
unité de réductions d'émissions vérifiées εξακριβωμένη μείωση των εκπομπών
unité Dobson μονάδα όζοντος
unité Dobson Dobson
unité Dobson μονάδα Dobson
unité en mer désaffectée παροπλισμένη μονάδα ανοικτής θαλάσσης
unité hydraulique υδραυλική μονάδα
unité touristique τουριστική μονάδα
universitaire ακαδημαϊκός
uranium enrichi εμπλουτισμένο ουράνιο
urbain Αστικός (-ή, -ό)
urbanisation αστικοποίηση