DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Employment (112 entries)
demandeur d'emploi άτομο που αναζητεί εργασία
demandeur d'emploi ο αναζητών εργασία
Directive "droits acquis" Οδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
Directive "droits acquis" Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
directive sur les droits acquis Οδηγία περί κεκτημένων δικαιωμάτων
directive sur les droits acquis Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
dirigeant διοικητικό στέλεχος
emploi οικονομική δραστηριότητα
emploi hautement qualifié απασχόληση υψηλής ειδίκευσης
emploi non rémunéré μη αμειβόμενη εργασία
emploi non rémunéré μη αμοιβόμενη απασχόληση
emploi qualifié ειδικευμένη απασχόληση
emploi saisonnier εποχική απασχόληση
emploi sans rapport avec la formation ετεροαπασχόληση
encadrement du réemploi δημιουργία πλαισίου επαναπασχόλησης
euroconseiller ευρω-σύμβουλος
exercer une activité professionnelle, rémunérée ou non έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη
fonctionnaire civil δημόσιος υπάλληλος
fonctionnaire de l'Etat δημόσιος υπάλληλος
formation dans le service επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία