DictionaryForumContacts

   Greek Spanish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Health care (9044 entries)
ατομικό δοχείο contenedor individual
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεων equipo de protección personal contra las caídas
άτομο το οποίο φέρει τον ιό persona seropositiva
άτομο εκτιθέμενο σε ακτινοβόληση λόγω της επαγγελματικής του απασχολήσεως empleado sujeto a riesgo profesional
άτομο κανονικής ακοής individuo otológicamente sano
άτομο με ακρωτηριασμένο χέρι mutilado de las manos
άτομο με αναπηρία όρασης persona con discapacidad visual
άτομο με ειδικές ανάγκες inválido
άτομο με προβλήματα όρασης persona con discapacidad visual
άτομο μειωμένης κινητικότητας minusvalía del aparato locomotor
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως consumidor de drogas por vía parenteral
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως drogadicto IV
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως drogadicto por vía intravenosa
ατροπίνη atropina
ατροφία των μυών atrofia muscular
ατροφική ρινίτιδα rinitis atrófica
ατροφική ρινίτιδα των χοίρων rinitis atrofica del cerdo
ατύχημα από απώλεια ψυκτικού; ατύχημα που οφείλεται στην απώλεια του ψυκτικού accidente con pérdida de refrigerante
ατύχημα διαδρομής accidente en el trayecto del trabajo
ατύχημα διαδρομής accidente in itinere