DictionaryForumContacts

   
Α Β Δ Θ Ι Κ Λ Μ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ   >>
Terms for subject Oil / petroleum (182 entries)
αποπαραφίνωση με διαλύτη déparaffinage au solvant
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών mission de soutien aux forages pétroliers
αργό πετρέλαιο τύπου sour brut aigre
αργό πετρέλαιο τύπου sweet brut doux
άσφαλτος εκ πετρελαίου και λοιπά υπολείμματα ελαίων του πετρελαίου ή σχιστών, πλην του οπτάνθρακος πετρελαίου bitume de pétrole et autres résidus des huiles de pétrole ou de schistes, à l'exception du coke de pétrole
αυτοανυψούμενη εξέδρα plate-forme auto-élévatrice
αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων plate-forme mobile
αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων plate-forme mobile de forage
βαρέλι baril
βαρύ αργό πετρέλαιο brut lourd
βενζίνη αλκυλίωσης essence d'alkylation
βενζίνη αλκυλίωσης essence légère contenant des alkylats
βενζόλιο, τολουόλιο, αιθυλοβενζόλιο, ανθρακένιο benzène, toluène, éthylbenzène, antracène
δείκτης ιξώδους κατά SAE nombre SAE
δείκτης ιξώδους κατά SAE viscosité SAE
διάτρηση υπό γωνία forage dirigé
διάτρηση υπό γωνία forage dévié
διϋλιστήριο πετρελαίου raffinerie de pétrole
έγκλειστο πετρέλαιο huile de réservoir compact
έγκλειστο πετρέλαιο pétrole de réservoir compact