DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Politics (3249 entries)
προσωρινή εξεταστική επιτροπή commission temporaire d'enquête
προσωρινή επιτροπή για την ανθρώπινη γενετική και τις άλλες νέες τεχνολογίες της σύγχρονης ιατρικής Commission temporaire sur la génétique humaine et les autres technologies nouvelles en médecine moderne
Προσωρινή Επιτροπή για την Απασχόληση commission temporaire pour l'emploi
προσωρινή επιτροπή για το σύστημα παρακολούθησης ECHELON Commission temporaire sur le système d'interception "ECHELON"
Προσωρινή ομάδα συντονισμού για τη στρατηγική της Λισαβόνας Groupe de coordination temporaire sur la stratégie de Lisbonne
προσωρινή παύση καλλιέργειας γαιών gel des terres agricoles
προσωρινή παύση καλλιέργειας γαιών retrait des terres agricoles
προσωρινή στρατιωτική ομάδα Groupe de travail militaire intérimaire
προσωρινό Γενικό Στρατιωτικό Επιτελείο groupe d'experts militaires
προσωρινό Γενικό Στρατιωτικό Επιτελείο état-major militaire intérimaire
προσωρινό μέτρο mesure provisoire
προσωρινό στρατιωτικό όργανο Organe militaire intérimaire
προσωρινός Πρόεδρος' προεδρία του πρεσβυτέρου βουλευτού président d'âge
προσωρινός χαρακτήρας αποφάσεως caractère provisoire d'une ordonnance
προφορική τροπολογία amendement oral
προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών plaidoirie
προφορική διαδικασία procédure orale
προφορική έκθεση rapport oral
πρόφραγμα' στεγανό περίφραγμα batardeau
πρόχειρο αντίγραφο; προαντίγραφο; ανεπίσημο αντίγραφο; πρώτη μορφή avant-copie