DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Forestry (2922 entries)
κάθετα στην ίνα sens perpendiculaire
κάθισμα ελκυστήρα siège pour tracteur
κάθισμα χειριστή siège du conducteur
καθορισμός fixer le prix de
κακή αποκλάδωση mal ébranché
κακή υγεία mauvaise santé
κακοπελέκητο ξύλο flacheux
καλαμάγρωστις roseau
καλαμοειδής roseau
καλιμπράρω Calibrer
καλκάνι turbot
καλλιέργεια του εδάφους cultiver du sol
καλλιέργεια δασικών ειδών génétique forestière
καλλιεργήσιμη γη terre agricole
καλούνα η κοινή bruyère
κάλυμμα couvrir
καλυμμένο από χιόνι couvert de neige
καλώδιο câble de débusquage
καλώδιο élingue
καλώδιο fil