DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (19149 entries)
μονάδα μείωσης των εκπομπών unité de réduction des émissions
μονάδα μιας μόνο φάσεως ανάκτησης unité de récupération à un étage
μονάδα νοικοκυριού ménage particulier
μονάδα νοικοκυριού ménages particuliers
μονάδα ξηρής αποθείωσης installation de désulfuration par voie sèche
μονάδα όζοντος Dobson
μονάδα όζοντος unité Dobson
μονάδα όζοντος unité d'ozone
μονάδα παραγωγής βιοαερίου usine de production de biogaz
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα centrale à charbon
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα centrale thermique au charbon
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας centrale électrique
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) centrale électrique
μονάδα πολιτικής προστασίας module de protection civile
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο centrale à gaz
μονάδα προετοιμασίας επενδυτικών σχεδίων unité de préparation de projets
μονάδα συναποτέφρωσης usine de coïncineration
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας centrale hydroélectrique
μονάδα υποδοχής, δοκιμασίας, χαρακτηρισμού και υπερσυμπύκνωσης αποβλήτων installation de réception, d'analyse, de caractérisation et de surcompactage des déchets
μονάδα φιλτραρίσματος usine de filtration