DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (26674 entries)
Αυτόνομη Επαρχία του Trento Province autonome de Trente
αυτόνομη ικανότητα capacité autonome
αυτόνομη κινητήρια μηχανή machine motrice indépendante
Αυτόνομη οργάνωση Organisation autonome
αυτόνομη περιφέρεια communauté autonome
αυτόνομη πράξη acte autonome
αυτονομία της Kοινότητας στη λήψη αποφάσεων autonomie de décision communautaire
αυτονομιστικό κίνημα mouvement indépendantiste
αυτόνομο καθεστώς ΕΚΑΧ régime autonome CECA
αυτόνομο οικονομικό καθεστώς régime commercial autonome
αυτοοδήγηση guidage par homing, autoguidage
αυτοπρωτονιόλυση autoprotolyse
αυτός που βρίσκεται μέσα στην εγκεφαλική δεξαμενή intracisternal
αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο (χωρίο, κεφάλαιο, σημείο) Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω. idem
αυτοσυγκράτηση maintien
αυτοσυγκράτηση maintien dans l'état
αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια retenue et modération
αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός εφαρμοζόμενος κάτω του οχήματος EEI sous véhicule
αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός εφαρμοζόμενος κάτω του οχήματος engin explosif improvisé sous véhicule
αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός σε παγιδευμένο όχημα EEI placé dans un véhicule suicide