Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Social science
(4405 entries)
αναπνεύσιμο κλάσμα σκόνης
fraction respirable de poussières
αναφορά
référence
ανεκτική κοινωνία
société permissive
ανενεργή περίοδος του χρόνου εφημερίας
période inactive du temps de garde
ανεξάρτητη απασχόληση
activité non salariée
ανεξάρτητη απασχόληση
activité professionnelle non salariée
ανεξάρτητη απασχόληση
emploi indépendant
ανεξαρτητοποίηση της νεολαίας
désengagement de la jeunesse
ανεξάρτητος επαγγελματίας
travailleur indépendant
ανεξάρτητος επαγγελματίας
travailleur non salarié
ανεξήγητο μέρος της μισθολογικής διαφοράς
part inexpliquée de l'écart salarial
ανεπάρκεια
incapacité
ανεπάρκεια
invalidité
ανεργία των γυναικών
chômage féminin
ανεργία για τεχνικούς λόγους ; τεχνολογική ανεργία
chômage partiel
ανεργία για τεχνικούς λόγους ; τεχνολογική ανεργία
chômage technique
ανεργία για τεχνικούς λόγους ; τεχνολογική ανεργία
chômage temporaire
ανεργία μακράς διάρκειας
chômage de longue durée
άνεργος με συντηρούμενα πρόσωπα
chômeur avec personnes à charge
άνευ όρων
sans obligation en retour
Get short URL